Η Ελλάδα και η Κρίση της Ευρώπης: Πιθανές Διέξοδοι - Ελλήνων Αφύπνιση

Page Nav

HIDE

Grid

GRID_STYLE
{fbt_classic_header}

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

latest

Η Ελλάδα και η Κρίση της Ευρώπης: Πιθανές Διέξοδοι

Η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει, και βρίσκεται πλέον υπό πλήρη διάλυση Τα αίτια της κρίσης είναι αρκετά κατανοητά, ωστόσο δεν ...

Η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει, και βρίσκεται πλέον υπό πλήρη διάλυση

Τα αίτια της κρίσης είναι αρκετά κατανοητά, ωστόσο δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στις διάφορες πιθανές διεξόδους. Το «πλήρωμα της πτήσης» μας έχει δείξει μονάχα τη μία έξοδο κινδύνου –αυτήν που κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ωστόσο, υπάρχουν πάνω από μία διέξοδοι από την κρίση, και όχι μόνο η λιτότητα η οποία προωθείται από τη λεγόμενη «Τρόικα» (το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)). Χρειάζεται να «ψαχτούμε» λίγο περισσότερο, διότι –όπως λένε και σε κάθε πτήση- η πλησιέστερη έξοδος μπορεί να είναι ακριβώς μπροστά μας. Θα μπορούσε να λειτουργήσει κάποια άλλη εναλλακτική; Και, αν ναι, θα είναι κεϋνσιανή ή σοσιαλιστική λύση;

Οι ρίζες της ελληνικής οικονομικής κρίσης είναι ποικίλες: εμπορικές ανισορροπίες μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, τα μυστικά χρέη της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης (κρυμμένα με τη συνενοχή της Γουόλ Στρητ), η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007, και η εσφαλμένη κατασκευή της ευρωζώνης. Καθώς η κρίση συνέχισε να εμβαθύνει, δημιούργησε μία κοινωνική καταστροφή: Δραστικές μειώσεις στη δημόσια υγεία, αύξηση των αυτοκτονιών, διόγκωση της παιδικής πείνας, μαζική φυγή από τη χώρα των νέων ενηλίκων, εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης (περισσότερες ώρες εργασίας και περισσότερες ημέρες εργασίας ανά εβδομάδα), και άνοδο της ακροδεξιάς και αύξηση των επιθέσεων κατά των μεταναστών και μελών της κοινότητας LGBT. Κάθε νέο πακέτο λιτότητας που συμφωνήθηκε μεταξύ Τρόικας και ελληνικής κυβέρνησης προέβλεπε ακόμη περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών, αυξήσεις φόρων, ή «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» -ιδιωτικοποιήσεις, αυξήσεις των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και περικοπές μισθών για τους υπόλοιπους.

Ενώ υπάρχουν πολλές πιθανές διέξοδοι από την κρίση, η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία έχει υποστηρίξει ότι η Ελλάδα δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχθεί το μονοπάτι της λιτότητας. Αξιωματούχοι της Τρόικας, οικονομολόγοι και σχολιαστές, υποστήριξαν ότι η χώρα έμεινε εντελώς απένταρη, και χρειάζονταν «βαριά φάρμακα» για να βοηθηθεί η ελληνική οικονομία, ώστε να ανακάμψει ξανά. Όπως το έθεσε και ο Mark Weisbrot, του Κέντρου Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών (CEPR), «οι αρχές έχουν επιλέξει να τιμωρήσουν την Ελλάδα –για διάφορους λόγους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν και τα ίδια τους τα συμφέροντα στην τιμωρία, την ιδεολογία τους, τους φανταστικούς φόβους για τον πληθωρισμό, και το γεγονός ότι επιθυμούν να αποτρέψουν τις άλλες χώρες από το να απαιτήσουν ένα «μονοπάτι ανάπτυξης». Εστιάζοντας στις νεοφιλελεύθερες λύσεις, τα mainstream μέσα ενημέρωσης ελέγχουν την κατεύθυνση των συζητήσεων. Οι κεϋνσιανές θεραπείες που συγκρούονται με το πρότυπο της τιμωρίας, σπάνια συζητούνται, πόσο μάλλον οι σοσιαλιστικές προτάσεις. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές κερδίζουν όλο και περισσότερη προσοχή καθώς η κρίση συνεχίζεται, χωρίς να φαίνεται τέλος στον ορίζοντα.

Νεοφιλελεύθερες Λύσεις

Παρά το γεγονός ότι 30 χρόνια νεοφιλελευθερισμού οδήγησαν στη χειρότερη οικονομική κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, οι νεοφιλελεύθεροι είναι απτόητοι και συνεχίζουν να εμμένουν στις τακτικές τους. Αυτά που είχαν να προσφέρουν στην Ελλάδα, ήταν διασώσεις και κουρέματα (υποτιμήσεις του χρέους). Ενώ η χώρα –ουσιαστικά, οι τράπεζες- δεχόταν διασώσεις, το χρήμα έρεε ξανά πίσω στους δανειστές της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων χωρών. Ελάχιστα από τα χρήματα έφτασαν στους Έλληνες εργαζομένους οι οποίοι έπεσαν σε μεγάλη φτώχεια. Οι διασώσεις, πραγματοποιήθηκαν πάντα με προϋποθέσεις: λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις (π.χ. συστήματα ύδρευσης, λιμάνια, κ.λπ.), μαζικές απολύσεις στο δημόσιο τομέα, «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας (καθιστώντας ευκολότερη την απόλυση των εργαζομένων), περικοπές στην ασφάλιση της ανεργίας, και φορολογικές μεταρρυθμίσεις (μείωση των εταιρικών φόρων και αύξηση του φόρου προσωπικού εισοδήματος και του φόρου επί των πωλήσεων). Εν ολίγοις, το νεοφιλελεύθερο διαρθρωτικό-προσαρμοστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα, μετατόπισε τον πόνο στους απλούς ανθρώπους, και όχι σε εκείνους που ευθύνονται για την πρόκληση της κρίσης.

Λιτότητα και εσωτερική υποτίμηση. Με απότομες περικοπές στις κρατικές δαπάνες, η νεοφιλελεύθερη πολιτική συρρίκνωσε την οικονομία, όταν αυτή χρειαζόταν να επεκταθεί. Ωστόσο, οι φορείς χάραξης πολιτικής που υποστηρίζουν την λιτότητα, εξέφρασαν φανερά την πίστη τους στην «επεκτατική λιτότητα». Οι οικονομολόγοι του Χάρβαρντ, Alberto Alesina και Silvia Ardagna, υποστήριξαν ότι η λιτότητα (ιδιαίτερα οι περικοπές δαπανών) θα μπορούσε να οδηγήσει στην προσδοκία της αύξησης των κερδών και, έτσι, στην τόνωση των επενδύσεων. Οι νεοφιλελεύθεροι ήλπιζαν επίσης να τονώσει τις εξαγωγές, μέσω της «εσωτερικής υποτίμησης» (περικοπές μισθών που θα οδηγούσαν σε μείωση του κόστους και ως εκ τούτου φθηνότερες εξαγωγές). Ένας οικονομολόγος της Capital Economics του Λονδίνου, υποστήριξε ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία μείωση της τάξης του 30-40% στους πραγματικούς μισθούς για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Μία πτώση των πραγματικών μισθών, σε συνδυασμό με τη μετακίνηση των εργαζομένων, πρότειναν οι νεοφιλελεύθεροι, θα επέτρεπε στις αγορές εργασίας να κάνουν «εκκαθάριση» σε μία νέα ισορροπία. Φυσικά, παραμέλησαν να αναφερθούν στο πόσο χρόνο θα χρειαζόταν αυτό ή σχετικά με το πόσοι εργαζόμενοι θα πέσουν στη φτώχεια, θα αρρωστήσουν ή θα πεθάνουν κατά τη διαδικασία.

Εν τω μεταξύ, οι διεθνείς οικονομικοί καπιταλιστές (hedge funds και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια) έχουν χρησιμοποιήσει την κρίση ως μία ευκαιρία για να αγοράσουν κρατικά περιουσιακά στοιχεία. Αρχικά, αναμενόταν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μάζευε €50 δις μέχρι το 2015 από την ιδιωτικοποίηση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, ένα ποσό το οποίο πλέον αναθεωρήθηκε σε μόλις πάνω από €25 δις μέχρι το 2020. Το μέγεθος του ξεπουλήματος στην Ελλάδα, εξακολουθεί να είναι πέντε έως δέκα φορές μεγαλύτερο από ότι αναμενόταν για την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία. Οι εγχώριες ιδιωτικές εταιρείες στα πρόθυρα της πτώχευσης, είναι επίσης ευάλωτες. Καθώς η κρίση συνεχίζεται, οι «καπιταλιστές-γύπες» των hedge funds και των ιδιωτικών κεφαλαίων, ορμούν να προλάβουν τις καλύτερες ευκαιρίες. Οι υπόλοιπες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις –της εργασίας και της συνταξιοδότησης, η διάλυση του κράτους πρόνοιας, και οι μεταρρυθμίσεις στους φόρους- θα ενισχύσουν και αυτές τα ιδιωτικά κέρδη σε βάρος των εργαζομένων.

Αθέτηση και έξοδος από το ευρώ. Μία άλλη πιθανή λύση για την Ελλάδα είναι η αθέτηση του χρέους της, και ορισμένα άτομα αλλά και εταιρείες προετοιμάστηκαν ενεργά για αυτό το ενδεχόμενο. Μία αθέτηση υποχρεώσεων θα μπορούσε να άρει το δυσβάστακτο βάρος της αποπληρωμής του χρέους, και θα ανακούφιζε την Ελλάδα από την ανάγκη συμμόρφωσης με όλους τους δυσβάστακτους όρους που έχει θέσει η Τρόικα. Ωστόσο, η «χρεοκοπία» θα έκανε πολύ πιο δύσκολο και δαπανηρό το μελλοντικό δανεισμό, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, και έτσι θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να προχωρήσει από μόνη της σε κάποια παραλλαγή του προγράμματος λιτότητας.

Ορισμένοι οικονομολόγοι της αριστεράς έχουν υποστηρίξει την επιλογή της αθέτησης πληρωμών, την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή που, πιθανότατα, θ ακολουθούσε. Ένας τέτοιος υποστηρικτής είναι ο Mark Weisbrot, ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι «η απειλή από μέρους της Ελλάδας, να εγκαταλείψει το ευρώ έχει ήδη καθυστερήσει πολύ, και η χώρα θα πρέπει να είναι έτοιμη να την πραγματοποιήσει». Αναγνωρίζει ότι η πράξη αυτή θα έχει βραχυπρόθεσμο κόστος, αλλά υποστηρίζει ότι θα είναι λιγότερο επώδυνο από «τα πολλά χρόνια ύφεσης, στασιμότητας και υψηλής ανεργίας που προσφέρουν οι ευρωπαϊκές αρχές». Η επιστροφή στη δραχμή θα μπορούσε να αποκαταστήσει ένα από τα εργαλεία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών, επιτρέποντας στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει την υποτίμηση του νομίσματος για να μειώσει τις τιμές των εξαγωγών της. Υπό αυτή την έννοια, το σενάριο αυτό εξακολουθεί να είναι νεοφιλελεύθερο. (Αρκετά προγράμματα «θεραπείας Σοκ» του ΔΝΤ έχουν συμπεριλάβει υποτιμήσεις του νομίσματος, ως μέρος της στρατηγικής για τις χώρες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις εξαγωγές για να βγουν από το χρέος.)

Η διαδικασία της εξόδου, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι αρκετά επώδυνη, με φυγή κεφαλαίων, τραπεζικούς πανικούς, μαύρες αγορές, υψηλό πληθωρισμό καθώς αυξάνεται το κόστος των εισαγωγών, και την καταστροφή των αποταμιεύσεων. Έχει ήδη υπάρξει φυγή κεφαλαίων –περίπου €72 δις έχουν εξέλθει από τις ελληνικές τράπεζες μεταξύ 2009 και 2012. Επιπλέον, η απειλή της ελληνικής εξόδου δημιούργησε φόβο μετάδοσης, με την πιθανότητα εξόδου περισσοτέρων χωρών από το ευρώ, ή ακόμα και την κατάρρευση της ευρωζώνης, στο σύνολό της. Αυτό το σενάριο μπορεί να είναι ευπρόσδεκτο από ορισμένους Αμερικάνους, οι οποίοι φοβούνται το ευρώ ως πιθανό αντίπαλο του δολαρίου ως παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος, το οποίο απειλεί όλα τα οφέλη του προνομιακού στάτους του δολαρίου. Όμως, η κατάρρευση της ευρωζώνης θα προσέθετε πολύ περισσότερο χάος, σε μία περιοχή που ήδη μαστίζεται από την κρίση.

Κεϋνσιανές Λύσεις

Μέχρι τα τέλη του 2012, επιτέλους ακούστηκαν οι κεϋνσιανές προτάσεις, και έχουν ήδη κάποια επίδραση στους φορείς χάραξης πολιτικής. Σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο δόγμα λιτότητας, οι κεϋνσιανές λύσεις επικεντρώνονται συνήθως στις αντικυκλικές πολιτικές –ιδιαίτερα στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (ή φορολογικά «κίνητρα»), με δαπάνες του ελλείμματος για την αντιμετώπιση της κατάρρευσης της ιδιωτικής ζήτησης. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση είναι ήδη «παγιδευμένη» από υψηλά ελλείμματα, και τα επιτόκια που απαιτούν οι διεθνείς πιστωτές έχουν εκτοξευθεί σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Πρόσθετες δαπάνες του ελλείμματος θα απαιτούσαν από την ΕΚΤ (ή το νεοσυσταθέντα Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)) να παρέμβει, αγοράζοντας απευθείας ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου για τη μείωση των επιτοκίων. (Η ΕΚΤ έχει ήδη χορηγήσει δάνεια σε ιδιωτικές τράπεζες με χαμηλό επιτόκιο, για να μπορέσουν οι τράπεζες να αγοράσουν δημόσια ομόλογα). Σε κάθε περίπτωση, η κεϋνσιανή προσέγγιση θα αναιρούσε τα όρια ελλείμματος και χρέους της ΕΕ, για να δώσει στην ελληνική κυβέρνηση μεγαλύτερα περιθώρια για τη διάσωση της οικονομίας.

Εναλλακτικά, η ΕΕ θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες επιχορηγήσεις και δάνεια, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να τονώσει τη ζήτηση. Αυτού του είδους η διάσωση δεν θα πήγαινε στις τράπεζες, αλλά στους ανθρώπους που υποφέρουν από την ανεργία, τις περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, και τη φτώχεια. Ούτε θα χρειάζονταν όλες οι άλλες προϋποθέσεις που έχουν θέσει οι νεοφιλελεύθεροι (ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, κ.λπ.). Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε επίσης να δώσει ώθηση σε νέες βιομηχανίες, όπως είναι οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, και να βοηθήσει στην αναζωογόνηση των παλιών, όπως του τουρισμού, της ναυτιλίας και της γεωργίας. Σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση που βασίζεται στην αλληλεγγύη, οι πλουσιότερες περιοχές της Ευρώπης θα βοηθούσαν τις φτωχότερες σε μία κρίση (όπως κάνουν οι πλουσιότερες πολιτείες των ΗΠΑ, ως επί το πλείστον χωρίς μεγάλες διαμάχες).

Ακόμη και ορισμένοι αξιωματούχοι του ΔΝΤ έχουν αναγνωρίσει επιτέλους ότι η λιτότητα δε λειτουργεί. Όπως παραδέχθηκαν και στην έκθεση του ΔΝΤ του 2012, ο οργανισμός είχε υποτιμήσει τον πολλαπλασιαστή της δημοσιονομικής πολιτικής –ένα μέτρο του πως οι αλλαγές στις δημόσιες δαπάνες και στους φόρους θα επηρεάσουν την οικονομική ανάπτυξη, και ως εκ τούτου τον αρνητικό αντίκτυπο των πολιτικών λιτότητας. Μέχρι τον Απρίλιο του 2013, οι οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης-Amherst, είχαν εντοπίσει σοβαρά λάθη στην έρευνα των οικονομολόγων του Χάρβαρντ, Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 90% και πάνω, υπονομεύουν σοβαρά τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη. Οι ισχυρισμοί των Reinhart και Rogoff, έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως από τους υποστηρικτές της λιτότητας για τις υπερχρεωμένες χώρες. Έτσι, αποκαλύφθηκε μία ακόμη ρωγμή στον πυλώνα που στηρίζει τις πολιτικές λιτότητας.

Οι κεϋνσιανοί έχουν υποστηρίξει –σε αντίθεση με τους υπέρμαχους της «εσωτερικής υποτίμησης»- ότι η μείωση των πραγματικών μισθών απλά συρρικνώνει την συνολική ζήτηση, και εμβαθύνει την ύφεση. Οικονομολόγοι όπως ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν, πρότειναν ότι αντί αυτού, πρέπει να επιτραπεί στους μισθούς και τις τιμές να αυξηθούν στις χώρες της βόρειας Ευρώπης με εμπορικά πλεονάσματα (Γερμανία και Ολλανδία). Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, θα έκανε τις εξαγωγές των χωρών αυτών λιγότερο ανταγωνιστικές, με κάποιο βάρος για τους παραγωγούς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, ενισχύοντας πιθανότατα την εγχώρια ζήτηση χάρη στην αύξηση των μισθών. Εν τω μεταξύ, θα βοηθούσε στην εξισορρόπηση της ανταγωνιστικότητας για τους εξαγωγείς στις πληγείσες χώρες του Νότου, και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τις μειώσεις-τιμωρία των πραγματικών μισθών που απαιτεί η Τρόικα. Συνεπώς, η κεϋνσιανή λύση επικεντρώνεται στην τόνωση της εγχώριας ζήτησης μέσω της δημοσιονομικής επέκτασης τόσο στις βόρειες όσο και στις νότιες χώρες, επιτρέποντας στους μισθούς και τις τιμές να αυξηθούν στις χώρες του Βορρά.

Σημάδια προς αυτή την κατεύθυνση άρχιζαν να εμφανίζονται την άνοιξη του 2013, όταν ορισμένα ολλανδικά και γερμανικά συνδικάτα κέρδισαν σημαντικές αυξήσεις μισθών. Επιπλέον, η ολλανδική κυβέρνηση συμφώνησε να καταργήσει τις απαιτήσεις για συγκράτηση των μισθών σε ορισμένους τομείς (όπως το δημόσιο τομέα και την εκπαίδευση) και να καθυστερήσει, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο τα αιτήματα για περισσότερη λιτότητα. Επιπλέον περικοπές αξίας €4,5 δις είχαν προγραμματιστεί για το 2014, αφότου η κυβέρνηση δαπάνησε €3,7 δις τον Ιανουάριο για τη διάσωση (μέσω της εθνικοποίησης) μίας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας.

Σοσιαλιστικές λύσεις

Για την πλειονότητα των σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη, η νεοφιλελεύθερη λύση ήταν σαφώς λανθασμένη, καθώς επιδείνωσε την ύφεση σε βάρος των εργαζομένων, ενώ οι βιομηχανικοί και οικονομικοί καπιταλιστές τα «έφεραν βόλτα» σαν ληστές. Το ΠΑΣΟΚ ήταν η εξαίρεση, συμφωνώντας με τα μέτρα λιτότητας, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις. (Η αποδοχή της λιτότητας οδήγησε και στην σημαντική απώλεια στήριξης στις εκλογές του 2012). Άλλοι σοσιαλιστές υποστήριξαν οτιδήποτε θα μετρίαζε την ύφεση, συμπεριλαμβανομένων των κεϋνσιανών συνταγών για περισσότερες δαπάνες του ελλείμματος, υψηλότερους μισθούς, και άλλων πολιτικών που θα ενίσχυαν τη ζήτηση και θα βελτίωναν τη θέση των εργαζομένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε έκκληση για διακοπή της λιτότητας, επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών δανείων, ανάσχεση των περικοπών μισθών και συντάξεων, αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, καθώς και την εφαρμογή ενός είδους Σχεδίου Μάρσαλ –προώθησης των επενδύσεων. Με πολλούς τρόπους, οι προτάσεις αυτές θυμίζουν κεϋνσιανές πολιτικές –οι οποίες έχουν ιστορικά υπηρετήσει για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς να προκαλούν την εγγενή δομή εκμετάλλευσής του ή την ευπάθειά του όσον αφορά τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις.

Ενώ οι κεϋνσιανές ελλειμματικές δαπάνες θα μπορούσαν να ανακουφίσουν την κρίση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ποιος θα επιβαρυνόταν εν τέλει το κόστος –οι απλοί φορολογούμενοι; Οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να καταλήξουν να πληρώνουν για τη διαφθορά της ελληνικής καπιταλιστικής τάξης, η οποία επωφελήθηκε από περικοπές φόρων, ξόδεψε κρατικά κονδύλια προς όφελός της, και έκρυψε χρήματα στο εξωτερικό. Πολλοί σοσιαλιστές υποστήριξαν ότι οι Έλληνες καπιταλιστές οφείλουν να πληρώσουν για την κρίση, μέσω της αύξησης των φόρων περιουσίας, των εταιρικών κερδών και των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, και της κατάργησης των φορολογικών καταφυγίων. Όπως το έθεσε και ο Αλέξης Τσίπρας, «είναι γνωστό μεταξύ των προοδευτικών πολιτικών και ακτιβιστών, αλλά και μεταξύ της Τρόικας και της ελληνικής κυβέρνησης, ότι το βάρος της κρίσης το έχουν κουβαλήσει οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Ήρθε η ώρα να συνεισφέρουν και οι πλούσιοι το μερίδιό τους…»

Σιγά-σιγά, η δεξιά κυβέρνηση άρχισε να κάνει κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Το 2010, η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ είχε παραδώσει στον Έλληνα ομόλογό της Γιώργο Παπανδρέου, μία λίστα με περισσότερους από 2.000 Έλληνες με χρήματα σε ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Ο Παπακωνσταντίνου απλά κράτησε τη λίστα, χωρίς να κάνει τίποτα. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 2012, η λεγόμενη «Λίστα Λαγκάρντ» δημοσιεύτηκε από το περιοδικό Hot Doc, οδηγώντας σε οργή μεταξύ των απλών Ελλήνων κατά του συστήματος και των πολιτικών ηγετών (συμπεριλαμβανομένων των «σοσιαλιστών» του ΠΑΣΟΚ) οι οποίοι είχαν αποτύχει να αντιμετωπίσουν τους φοροφυγάδες. Μία άλλη λίστα περίπου 400 Ελλήνων που είχαν αγοράσει και πωλήσει ακίνητα στο Λονδίνο από το 2009 και μετά, συντάχθηκε από τις βρετανικές οικονομικές αρχές, κατόπιν αιτήματος της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης. Ο οικονομολόγος υπολόγισε ότι, συνολικά, €120 δις των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων (περίπου 65% του ΑΕΠ) βρίσκονταν εκτός χώρας, κυρίως στην Ελβετία και τη Βρετανία, αλλά και στις ΗΠΑ, τη Σιγκαπούρη και τα νησιά Κέιμαν. Η κυβέρνηση έβαλε μπρος την πάταξη της διαφθοράς στις παρελθοντικές κυβερνητικές δαπάνες. Την άνοιξη του 2013, δύο πολιτικοί (ένας πρώην υπουργός Άμυνας και ένας πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης) καταδικάστηκαν με την κατηγορία της διαφθοράς.

Οι σοσιαλιστές έχουν ταχθεί ενάντια στη διάλυση του δημοσίου τομέα, στο ξεπούλημα των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, καθώς και στην πώληση των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς εταιρείες μετοχικού κεφαλαίου. Αντί των διασώσεων, πολλοί σοσιαλιστές ζητούν την εθνικοποίηση του τραπεζικού τομέα. «Το τραπεζικό σύστημα που οραματιζόμαστε», δήλωσε ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, «θα υποστηρίξει τις περιβαλλοντικά βιώσιμες δημόσιες επενδύσεις και τις πρωτοβουλίες συνεργασίας… Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα τραπεζικό σύστημα, αφιερωμένο στο δημόσιο συμφέρον –και όχι ένα σύστημα που υποκύπτει στο καπιταλιστικό κέρδος. Ένα τραπεζικό σύστημα στην υπηρεσία της κοινωνίας, ένα τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί ως πυλώνας για την ανάπτυξη.» Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε έκκληση για επαναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, υποστήριξε και την παραμονή στη ζώνη του ευρώ.

Άλλα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν βάλει μπρος τα δικά τους προγράμματα, τα οποία υπερβαίνουν την κεϋνσιανή δημοσιονομική επέκταση, ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα, ακόμη και την εθνικοποίηση των τραπεζών. Για παράδειγμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ζήτησε την εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων, την εξαγορά των κλειστών εργοστασίων από τους εργαζομένους, τη διαγραφή του χρέους και έξοδο από το ευρώ. Το ΚΚΕ παρέταξε ένα αρκετά παραδοσιακό μαρξιστικό-λενινιστικό πρόγραμμα, με την κοινωνικοποίηση όλων των μέσων παραγωγής και κεντρικό προγραμματισμό για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, αλλά έκανε και έκκληση για αποδέσμευση από την ΕΕ και αποχώρηση από το ευρώ. Το τροτσκιστικό ΞΕΚΙΝΗΜΑ έκανε έκκληση για εθνικοποίηση όχι μόνο των μεγαλύτερων τραπεζών, αλλά και των μεγαλύτερων εταιρειών, και για την τοποθέτησή τους υπό το δημοκρατικό έλεγχο των εργαζομένων.

Εν τω μεταξύ, όσοι ανήκουν στη μαρξιστική και στην ελευθεριακή αριστερά, έχουν επικεντρωθεί στην μετατροπή των εταιρειών, ιδιαιτέρως αυτών που αντιμετωπίζουν την πτώχευση, σε συνεταιρισμούς ή επιχειρήσεις αυτοδιαχειριζόμενες από τους εργαζομένους. Οι επιχειρήσεις των οποίων τα διοικητικά συμβούλια αποτελούνται από εκπροσώπους των εργαζομένων, και των οποίων οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων, θα είναι λιγότερο πιθανό να διανέμουν τα πλεονάσματα σε υπερπληρωμένους Διευθύνοντες Συμβούλους ή διεφθαρμένους πολιτικούς ή λομπίστες, ή να τα μαζέψουν και να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές με χαμηλότερο εργατικό κόστος. Ενώ οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποφασίσουν να προβούν σε αύξηση των μισθών ή αύξηση της παραγωγικότητας, με σκοπό την προώθηση των εξαγωγών, οι αποφάσεις θα χρειαστεί να παρθούν με τρόπο δημοκρατικό από τους ίδιους τους εργαζομένους, και όχι από τους καπιταλιστές εργοδότες τους ή τους αντιπροσώπους τους στην κυβέρνηση. Επιπλέον, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα ήταν αυτοί που θα αποφάσιζαν δημοκρατικά, τι να κάνουν με οποιαδήποτε αύξηση των κερδών που ενδέχεται να προκύψει από τις αποφάσεις αυτές.

Μία ελληνική εταιρεία που προσπαθεί να επιβιώσει ως μετασχηματισμένος συνεταιρισμός εργαζομένων είναι η ΒΙΟ.ΜΕ, το εργοστάσιο οικοδομικών υλικών στη Θεσσαλονίκη. Το Μάιο του 2011, όταν οι ιδιοκτήτες δε μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και αποχώρησαν, οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να καταλάβουν το εργοστάσιο. Μέχρι το Φεβρουάριο του 2013, αφότου μάζεψαν αρκετό κεφάλαιο και εξασφάλισαν την υποστήριξη της κοινότητας, οι εργαζόμενοι άρχισαν την δημοκρατική αυτοδιαχείριση της εταιρείας. (Δεν έχουν πρόθεση να αγοράσουν από τους ιδιοκτήτες, δεδομένου ότι η εταιρεία οφείλει σημαντικό χρηματικό ποσό στους εργαζομένους από τότε που εγκατέλειψε το εργοστάσιο.) Καθιέρωσαν ένα συμβούλιο εργαζομένων, το οποίο ελέγχεται από γενικές συνελεύσεις των εργαζομένων και υπόκειται σε ανάκληση, για τη διαχείριση του εργοστασίου. Άλλαξαν επίσης το επιχειρηματικό μοντέλο, στρεφόμενοι σε διαφορετικούς προμηθευτές, βελτιώνοντας τις περιβαλλοντικές πρακτικές, καθώς και εντοπίζοντας νέες αγορές. Επί του παρόντος, το ελληνικό δίκαιο, δεν επιτρέπει τις καταλήψεις εργοστασίων, ως εκ τούτου οι εργαζόμενοι αναζητούν τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για το ανανεωμένο εργοστάσιο, το οποίο μπορεί να επιτρέψει περισσότερες παρόμοιες ενέργειες στο μέλλον. Η ΒΙΟ.ΜΕ έχει λάβει υποστήριξη από τον ΣΥΡΙΖΑ και το κόμμα των Πρασίνων, από τους εργαζομένους αυτοδιαχειριζόμενων εργοστασίων της Αργεντινής, καθώς και από ακαδημαϊκούς και πολιτικούς ακτιβιστές σε όλο τον κόσμο.

Που πάει η Ευρώπη και το ευρώ;

Καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη συνεχιζόμενη κρίση, αντιμετωπίζει παράλληλα και μία κρίση ταυτότητας. Στα δεξιά,  βρίσκονται οι φιλελεύθερες προσπάθειες για τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και τη δημιουργία μίας Ευρώπης που λειτουργεί για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους –μία καπιταλιστική Ευρώπη, στο πρότυπο των ΗΠΑ. Στο κέντρο βρίσκονται οι κεϋνσιανοί που κάνουν έκκληση για να μείνει ανέπαφη η ΕΕ, με ενίσχυση της πανευρωπαϊκής διακυβέρνησης και των θεσμών. Αυτά περιλαμβάνουν μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, με ένα ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών, ευρωομόλογα (και όχι ξεχωριστά ομόλογα για κάθε χώρα), κοινούς τραπεζικούς κανονισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κ.λπ. Οι κεϋνσιανοί κάνουν επίσης έκκληση για χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες.


Οι προτάσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση έχουν προκαλέσει κριτική, αλλά και ανησυχίες από την ακροδεξιά αλλά και την ακροαριστερά. Ορισμένοι από την ακροδεξιά κάνουν έκκληση για έξοδο από το ευρώ, διαλαλώντας τον εθνικισμό και την επιστροφή στο κράτος-έθνος. Η αριστερά, εν τω μεταξύ, εκφράζει ανησυχίες σχετικά με την ανερχόμενη δύναμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, με τους υψηλά αμειβόμενους πολιτικούς του, τους γραφειοκράτες, τους λομπίστες και ούτω καθεξής, οι οποίοι είναι σε θέση να περνούν νομοθεσία που ευνοεί τις εταιρείες εις βάρος των εργαζομένων. Σε αντίθεση με την ακροδεξιά, ωστόσο, η αριστερά έχει προτείνει ένα όραμα για μία διαφορετική, ενωμένη Ευρώπη –μία Ευρώπη βασισμένη στην κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ένταξη, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, και όχι στον ανταγωνισμό και την εταιρική κυριαρχία. 

Ειδικότερα, οι σοσιαλιστές ζητούν την αντικατάσταση του καπιταλιστικού οικοδομήματος της Ευρώπης με ένα οικοδόμημα το οποίο θα είναι δημοκρατικό, συμμετοχικό, και θα ενσωματώνει τη σοσιαλιστική οικονομία, με προστασία και συμμετοχή των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα των οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων. Αυτή μπορεί να είναι κάλλιστα η μεγαλύτερη ελπίδα για την Ευρώπη, αν θέλει να ξεφύγει από τη σημερινή της καταστροφική πορεία, που έχει αφήσει όλους μας να ζούμε με το φόβο του τι θα ακολουθήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου