Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ Μια πρωτότυπη έρευνα που φέρνει στο φως τις αγριότητες επίλεκτων σωμάτων του γερμανικού στρατού στην περίοδο τ...
Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Μια πρωτότυπη έρευνα που φέρνει στο φως τις αγριότητες επίλεκτων σωμάτων του γερμανικού στρατού στην περίοδο της Κατοχής
Πριν από 70 χρόνια, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, καθισμένος σε ένα μπαρ της 51ης οδού στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, ο ποιητής Γ.Χ. Οντεν αισθάνθηκε την οσμή του επερχόμενου θανάτου. Ηταν η ημέρα που ξεκινούσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Επειτα από έξι χρόνια, με τη λήξη του, η ανθρωπότητα θα μετρούσε 50 εκατομμύρια νεκρούς. Τι συνέβη στο Λιντς της Αυστρίας και ποια τεράστια εικόνα δημιούργησε εκείνον τον «ψυχοπαθή θεό», όπως ονομάζει τον Χίτλερ ο ποιητής; Επτά δεκαετίες αργότερα ακόμη έρχονται στο φως στοιχεία για την εποχή, τα οποία παρέμειναν ανεξερεύνητα στα αρχεία. Και τα περισσότερα φυσικά αναφέρονται στην Ευρώπη.
Για τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσε η χώρα μας τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και στην περίοδο της γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής Κατοχής και του Εμφυλίου που ακολούθησε έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες, σε σημείο που να είναι βέβαιος κανείς ότι δεν υπάρχει καμιά αφώτιστη πλευρά και τίποτε που να μην έχει ειπωθεί.
Ωστόσο το δίτομο έργο του Χέρμαν Φρανκ ΜάγερΑιματοβαμμένο εντελβάιςπου κυκλοφόρησε εφέτος μας διαψεύδει- κι ευτυχώς. Πέραν των νέων πεδίων και της πληθώρας των στοιχείων που προσκομίζει στην ιστορική έρευνα, καθιστά προφανές, μέσω των τεκμηριωμένων πληροφοριών που περιέχει, αυτό στο οποίο οφείλεται το αίσθημα ενοχής της μεταπολεμικής Γερμανίας, δηλαδή η συλλογική ευθύνη για τα ναζιστικά εγκλήματα, κάτι παρόμοιο θα λέγαμε με το προπατορικό αμάρτημα. Ο Μάγερ αποδεικνύει ότι το σύνολο του ναζιστικού στρατιωτικού μηχανισμού συμμετείχε στα εγκλήματα, ότι δεν ήταν μόνο- ή κυρίως- τα Ες Ες που τα διέπραξαν και ότι ακόμη και επίλεκτα σώματα φημισμένα για τη στρατιωτική τους ηθική βαρύνονται με εγκληματικές πράξεις απίστευτης βαρβαρότητας. Αποφάσισε λοιπόν να καταγράψει την ιστορία της 1ης Ορεινής Μεραρχίας και του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού, αναφερόμενος εκτενώς στην εγκληματική τους δράση στην Ελλάδα από το 1943 ως το 1944.
Ιστορικός από σύμπτωση
Ο Χανς Φρανκ Μάγερ δεν ήταν επαγγελματίας ιστορικός. Στέλεχος της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενεπλάκη από σύμπτωση στα θέματα της ιστορικής έρευνας. Ο πατέρας του, έφεδρος αξιωματικός του γερμανικού στρατού που εργαζόταν στην επιμελητεία των στρατιωτικών σιδηροδρόμων της Βέρμαχτ, ήλθε στην Ελλάδα για να συντηρήσει το σιδηροδρομικό δίκτυο. Τον Νοέμβριο του 1942 έλαβε τη διαταγή να επισκευάσει τη γέφυρα του Γοργοποτάμου που νωρίτερα είχαν ανατινάξει οι δυνάμεις της ελληνικής Αντίστασης σε συνεργασία με τους Βρετανούς. Τον συνέλαβε ο ΕΛΑΣ, τον πέρασε από λαϊκό δικαστήριο στην Κολοκυθιά της Σπερχειάδας και μαζί με άλλους 30 γερμανούς στρατιώτες και την αυστριακή διερμηνέα Τρουθ Ρανβάιν εκτελέστηκε στο νεκροταφείο του χωριού.
Χρόνια αργότερα ο γιος του θέλησε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί στον πατέρα του, ο οποίος επισήμως ως τότε εθεωρείτο αγνοούμενος. Οταν ανακάλυψε την αλήθεια, βρήκε τον τάφο του και μετέφερε τα οστά του στη Γερμανία. Η έρευνα αυτή εν τούτοις υπήρξε αφορμή για μια άλλη μεγάλη έρευνα, η οποία αφορούσε τη δράση των δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα και ειδικότερα της Βέρμαχτ. Αυτή διήρκεσε ως το τέλος της ζωής του Μάγερ. Καρπός της υπήρξαν βιβλία εξόχως σημαντικά για την περίοδο, όπωςΗ αναζήτηση.Ανθρώπινα πεπρωμένα στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα,Η φρίκη του Κομμένου, τοΑπό τη Βιέννη στα Καλάβρυτα, ταΑιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα και, τέλος, το μνημειώδες δίτομο έργοΑιματοβαμμένο εντελβάιςπου δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο στα ελληνικά, αφού έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος στις 12 Απριλίου του 2009.
Για να ξεπεράσει την τραυματική εμπειρία από τον θάνατο του πατέρα του, ο Μάγερ έγραψε το βιβλίο Αναζήτηση.Ανθρώπινα πεπρωμένα στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-1944.Το βιβλίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Τότε, όμως, κάποιος ιερέας από το χωριό Κομμένο κοντά στην Αρτα, όπου στις 17 Αυγούστου του 1943 η Βέρμαχτ εκτέλεσε 317 αμάχους, ανάμεσα στους οποίους 172 γυναίκες, δύο ιερείς και 13 παιδιά μόλις ενός έτους, του έγραψε ότι οι γερμανοί στρατιώτες που τους σκότωσαν έφεραν στον σκούφο και στα μανίκια της στολής τους ως διακριτικό το άνθος του αλπικού φυτού εντελβάις. Εκείνη η επιστολή, όπως γράφει ο Μάγερ, υπήρξε η αφορμή για να ερευνήσει την ιστορία αυτού του επίλεκτου σώματος, οι απαρχές του οποίου βρίσκονται στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Η δημιουργία της 1ης Ορεινής Μεραρχίας
Το 1914 το γερμανικό Ράιχ διαπίστωνε ότι επειδή δεν διέθετε επίλεκτες μονάδες- και μάλιστα ορεινές-, ικανές να πολεμήσουν εναντίων των γάλλων αλπινιστών, θα έπρεπε να δημιουργήσει ένα ειδικό σώμα που θα το αποτελούσαν οι καλύτεροι στρατιώτες άλλων μονάδων οι οποίοι είχαν διακριθεί στο Δυτικό Μέτωπο του πολέμου. Ετσι δημιούργησε το Σώμα των Αλπεων, το οποίο σημείωσε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, όταν το Γ΄ Ράιχ έχτιζε τη Βέρμαχτ, αποφασίστηκε την 1η Ιουνίου του 1935 η δημιουργία μιας αντίστοιχης ορεινής ταξιαρχίας. Πρώτος διοικητής της ήταν ο 45χρονος συνταγματάρχης Λούντβιχ Κίμπλερ που την κατέστησε το πλέον επίλεκτο σώμα του γερμανικού στρατού. Η δράση της καθ΄ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε εντυπωσιακή, αφού συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις μεγάλες επιχειρήσεις: Από την εισβολή στην Πολωνία και την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (την εισβολή εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης) ως τις μάχες στο Χάρκοβο και την προέλαση στον Καύκασο. Οταν η δράση της 1ης Ορεινής Μεραρχίας τον Μάιο του 1943 μεταφέρθηκε στα Βαλκάνια, στη Γιουγκοσλαβία και κατόπιν στην Ελλάδα, ο πόλεμος για το Γ΄ Ράιχ φαινόταν χαμένος.
Το μεγαλύτερο μέρος τουΑιματοβαμμένου εντελβάιςκαλύπτει μία και μόνη χρονιά, κατά την οποία η 1η Ορεινή Μεραρχία και το κατοπινό 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού έδρασαν στην Ελλάδα, στην Ηπειρο κατ΄ εξοχήν αλλά και στην Κέρκυρα και στην Κεφαλλονιά, όπου διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του πολέμου, η σφαγή των αιχμαλώτων του ιταλικού σώματος στρατού Ακουι.
Το ρατσιστικό δηλητήριο
Η πυκνότητα του βιβλίου είναι τέτοια που ο αναγνώστης χρειάζεται να το διαβάσει αργά και προσεκτικά, προκειμένου να μη χαθεί μέσα στη θάλασσα των πληροφοριών, των ονομάτων και των στατιστικών στοιχείων. Δεν υπάρχει ούτε μία πληροφορία που ο συγγραφέας να μην τη διασταυρώνει και να μην την ελέγχει εξονυχιστικά. Τεράστιος είναι αναπόφευκτα και ο όγκος των υποσημειώσεων. Η πολύχρονη και εξαντλητική έρευνα του Μάγερ στις αρχειακές πηγές δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στα ελληνικά και γερμανικά αρχεία, αλλά επεκτείνεται και στα αντίστοιχα της Ιταλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας και των ΗΠΑ. Πλουτίζεται ακόμη από πλήθος συνεντεύξεων, που όλες σχεδόν τις πήρε ο συγγραφέας από επιζώντες της εποχής. Απαντήσεις θα βρει κανείς και για τον αμφιλεγόμενο ρόλο του Ναπολέοντα Ζέρβα, όπως και για την εγκληματική δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, για τη συνεργασία των Τσάμηδων με τις κατοχικές δυνάμεις και τη συμμετοχή τους σε εκτελέσεις αμάχων στη Θεσπρωτία. Ακόμη, για τη συμμετοχή στα εγκλήματα- αν και σε περιορισμένη κλίμακα- των ιταλικών και βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής. Χάρτες και πλήθος φωτογραφιών (πολλές από τις οποίες προέρχονται από τα αρχεία της Βέρμαχτ και ήταν άγνωστες ως σήμερα) συνοδεύουν αυτό το εξαίρετο δίτομο έργο. Ο Μάγερ δεν παραλείπει να παραθέσει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από επιστολές ή αναφορές αξιωματικών της Βέρμαχτ, όπου διαπιστώνουμε σε ποιον βαθμό το δηλητήριο του ρατσισμού είχε διαποτίσει τον στρατό (όπως άλλωστε και τους πολίτες) της ναζιστικής Γερμανίας. Οσοι λοιπόν εκτελούσαν αμάχους δεν εφάρμοζαν απλώς διαταγές αλλά πίστευαν πως έτσι εξαφάνιζαν μιάσματα, υπανθρώπους, όντα που δεν είχαν το δικαίωμα, λόγω της εμφάνισης ή της συμπεριφοράς τους, να συγκαταλέγονται στα ανθρώπινα όντα. Υπάνθρωποι θεωρούνταν όχι μόνον οι ενήλικοι αλλά και τα παιδιά τους, σπορά δούλων που δεν άξιζε να καταλαμβάνουν χώρο σε τούτη τη γη.
Αξιοσημείωτα είναι όσα αναφέρει ο Μάγερ για τις απαιτήσεις των πολεμικών αποζημιώσεων της Ελλάδας, όπου γράφει ανάμεσα στα άλλα και τα εξής:«Οι ελληνικές απαιτήσεις για αποζημίωση των άμεσων και έμμεσων καταστροφών του πολέμου και κυρίως η απαίτηση επιστροφής του “δανείου” που είχε εκβιάσει η Βέρμαχτ από το ελληνικό Δημόσιο το 1942 για να καλύψει τα έξοδα της Κατοχής, εξαιρέθηκαν ρητά από τη συμφωνία του 1960(σ.σ.: η συμφωνία προέβλεπε την καταβολή συνολικά μόνο 115 εκατ. γερμανικών μάρκων).Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα,και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι τόκοι, η αξία του δανείου ανέρχεται σε πάνω από 5 δισ.ευρώ».
Ιδιαίτερα σημαντικά επίσης είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν σχετικά με τη μεταπολεμική «τύχη» των πρωταγωνιστών. Στους περισσότερους (από τη γερμανική πλευρά) επιβλήθηκαν από μικρές ως «αστείες» ποινές- στη χώρα μας όμως υπήρξαν στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας που όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά και «επιβραβεύτηκαν». Χαρακτηριστικό είναι το κεφάλαιο του δεύτερου τόμου το οποίο αναφέρεται στις εκτελέσεις ομήρων στο Αγρίνιο τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 1944. Υπεύθυνος για τις εκτελέσεις εκείνες ήταν ο διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Γεώργιος Τολιόπουλος, ο οποίος μετά τον πόλεμο σταδιοδρόμησε στον ελληνικό στρατό.«Μετά τον πόλεμο », γράφει ο Μάγερ,«ο Τολιόπουλος έκανε καριέρα στον ελληνικό στρατό. Στις 30 Μαΐου 1948, τη μέρα που προήχθη σε αντισυνταγματάρχη “λόγω των ηρωικών του πράξεων στο πεδίο της μάχης”, σταματά και η συγκάλυψη των δραστηριοτήτων του από το ΓΕΣ και ξαναρχίζουν οι εγγραφές στο μητρώο του. Η περίοδος από το 1939 ως το 1948 έμεινε για πάντα κενή. Εναν χρόνο αργότερα ακολούθησε η προαγωγή του σε συνταγματάρχη. Ο Τολιόπουλος πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου 1962 σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας».
Η σφαγή των Ιταλών στην Κεφαλλονιά
ΠΟΛΛΟΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟΥΣ που είδαν στον κινηματογράφο τη χολιγουντιανή τούρταΤο μαντολίνο του λοχαγού Κορέλιδεν θα γνώριζαν τα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στην Κεφαλλονιά το 1943 και ούτε θα έγιναν σοφότεροι βλέποντας την ταινία.Η ταινία,όμως,βοήθησε να γίνουν ευρύτερα γνωστά τα δραματικά περιστατικά πάνω στα οποία βασίστηκε,κι αυτά συνθέτουν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν από τη Βέρμαχτ στη διάρκεια του πολέμου.Πάνω από 200 σελίδες αφιερώνει ο Μάγερ στο σχέδιο για τον λεγόμενο«αφοπλισμό του ιταλικού σώματος στρατού»που βρισκόταν στην Κέρκυρα και στην Κεφαλλονιά,όπου περιγράφει αναλυτικά το παρασκήνιο,τις κινήσεις των πρωταγωνιστών,το κλίμα της εποχής και την κατάσταση στο νησί.
Τον Ιούλιο του 1943 τα στρατεύματα των Συμμάχων (αγγλοαμερικανικά) αποβιβάστηκαν στην Ιταλία.Το μουσολινικό καθεστώς κατέρρευσε και στις 8 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς η ιταλική κυβέρνηση του στρατάρχη Μπαντόλιο υπέγραψε συνθηκολόγηση με τους Συμμάχους.Ο Μπαντόλιο ωστόσο δεν κήρυξε ταυτοχρόνως πόλεμο εναντίον του Χίτλερ.Οταν στα τέλη του ίδιου μήνα οι άνδρες της ιταλικής μεραρχίας Ακουι που έδρευε στην Κεφαλλονιά αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα στους Γερμανούς,ο Χίτλερ διέταξε τη Βέρμαχτ να εξοντώσει τους «προδότες».Οι Γερμανοί,αν και όχι εύκολα,συνέτριψαν την αντίσταση των Ιταλών,οι οποίοι δεν είχαν αεροπορική κάλυψη.Ο τελικός απολογισμός υπήρξε τραγικός.Στα πεδία των μαχών έχασαν τη ζωή τους 1.315 Ιταλοί και 25 Σλοβένοι.Από αυτούς που παραδόθηκαν,οι Γερμανοί εκτέλεσαν 5.189,ενώ άλλοι 3.000 χάθηκαν στη θάλασσα.Ακόμη και σήμερα οι πληροφορίες για το πώς χάθηκαν αυτοί οι 3.000 άνδρες παραμένουν αντιφατικές.Βέβαιον είναι εν τούτοις ότι πολλά από τα πλοία όπου είχαν φορτωθεί έπεσαν πάνω σε νάρκες με τις οποίες ήταν γεμάτη η θάλασσα γύρω από τη νησί,ενώ μολονότι- όπως λέει ο Μάγερ- δεν έχει επιβεβαιωθεί,πολλούς από τους ναυαγούς οι Γερμανοί ενδέχεται να τους εκτέλεσαν με τα πολυβόλα.Βέβαιον επίσης είναι ότι πολλά από τα πτώματα των αιχμαλώτων που εκτελέστηκαν στην ξηρά οι Γερμανοί τα πέταξαν στη θάλασσα.Τα υπόλοιπα,όσα δεν τα πέταξαν σε ομαδικούς τάφους, τα άφησαν να σαπίζουν σε χαράδρες.«Πόσοι ακριβώς έχασαν τη ζωή τους δεν θα μπορέσει να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ποτέ» καταλήγει ο Μάγερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου