Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δεν είναι μια κίνηση που εξαντλεί τη σκοπιμότητά της μόνο στην διαμόρφωση του εγχώριου πολιτικού κλίματ...
Η έξοδος
της Ελλάδας στις αγορές δεν είναι μια κίνηση που εξαντλεί τη σκοπιμότητά της
μόνο στην διαμόρφωση του εγχώριου πολιτικού κλίματος. Ούτε καν του ευρωπαϊκού,
μολονότι είναι σαφές ότι ο “γερμανικός παράγων” επείγεται, ενόψει ευρωεκλογών,
να επιδείξει επιτυχίες και να αυτοδικαιωθεί για το χειρισμό από μέρους του της
ευρωπαϊκής κρίσης.
Του
Κώστα Ράπτη
Η
χρονική σύμπτωση της αναμενόμενης δημοπρασίας ελληνικών ομολόγων με την εαρινή
συνάντηση του ΔΝΤ ασφαλώς παίζει τον ρόλο της, σε μία συγκυρία η οποία
σημαδεύεται από τις διαμάχες σχετικά με τη μεταρρύθμιση του κορυφαίου θεσμού
της διεθνούς οικονομικής αρχιτεκτονικής, από την διάχυτη αμηχανία για τα
εργαλεία που θα πρέπει να επιστρατευθούν για την κινητοποίηση της παγκόσμιας
οικονομίας, αλλά και από την πρόσφατη αμφισβήτηση των “διδαγμάτων” που έχει
εξαγάγει το Ταμείο από τις κριτικές που του έχουν ασκηθεί.
Μια
πρώτη, μετρήσιμη με όρους αγορών, “επιτυχία” της πρώτης χώρας της ευρωζώνης
στην οποία εκλήθη το ΔΝΤ (και στην οποία παραμένει, παρά τις αμφιβολίες που το
ίδιο έχει σπείρει για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους) οπωσδήποτε θα
λειάνει τις αντιρρήσεις εκείνων των κρατών-μετόχων, ιδίως των αναδυόμενων, που
καταγγέλλουν πολιτική χειραγώγηση των αποφάσεων.
Η εαρινή
συνάντηση το ερχόμενο Σαββατοκύριακο στη Ουάσιγκτον των υπουργών Οικονομικών
και των κεντρικών τραπεζιτών των χωρών-μελών του ΔΝΤ, δεν χαρακτηρίζεται βέβαια
από το κλίμα “συναγερμού” αντίστοιχων περιστάσεων του πρόσφατου παρελθόντος,
όμως η ένταση είναι αισθητή. Η αποτυχία της κυβέρνησης Ομπάμα να συνδέσει την
υπερψήφιση από το Κογκρέσο της χορήγησης βοήθειας στην Ουκρανία με την
μεταρρύθμιση των δικαιωμάτων ψήφου στη διοίκηση του ΔΝΤ προσέκρουσε στην
αντίρρηση εκείνων των Ρεπουμπλικανών οι οποίοι φοβούνται ότι “το ΔΝΤ θα
καταστεί εκπτωτικό παράθυρο δανεισμού για σπάταλες κυβερνήσεις που προσπαθούν
να αναβάλλουν μεταρρυθμίσεις”, όπως έγραψε χαρακτηριστικά η Wall Street
Journal. Στην πραγματικότητα, δεδομένου και του ότι υπέρ της μεταρρύθμισης
συνηγορούσαν επιφανή στελέχη των κυβερνήσεων Reagan και Bush, η επικύρωση έπεσε
και πάλι θύμα των αμείλικτων παζαριών της αμερικανικής πρωτεύουσας, με τη
Ρεπουμπλικανική κοινοβουλευτική ηγεσία να διεκδικεί ως αντάλλαγμα για τη θετική
της ψήφο μεγαλύτερες διευκολύνσεις για τη δράση των φοροαπαλλασσόμενων
συντηρητικών πολιτικών οργανώσεων.
Η
συμφωνημένη από το 2010 αύξηση του μεριδίου ψήφου των αναδυόμενων οικονομιών
από το 42,1% στο 44,7% είναι εν πολλοίς συμβολική, όμως αφενός εκκρεμεί εδώ και
μία τετραετία, και αφετέρου αποτελεί ενδιάμεσο σκαλοπάτι προς μελλοντική νέα μεταρρύθμιση.
Η δε εκ νέου αναβολή της δίνει την ευκαιρία σε δυνάμεις όπως η Ρωσία να
εμφανίζονται ως η “φωνή” των αναδυομένων (επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο, στο
φόντο της ουκρανικής κρίσης, το “καλάθι” των εκατέρωθεν καταγγελιών με τις
ΗΠΑ), στη δε Κίνα να προβάλλει μακροπρόθεσμα, πάντοτε με επιμελημένα “χαμηλό
προφίλ”, ως ο εναλλακτικός προς τους δυτικοκεντρικούς θεσμούς πόλος αρωγής
–αφού τα δάνεια που ήδη χορηγεί σε αναπτυσσόμενες χώρες ξεπερνούν κατά πολύ
αυτά του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι Ευρωπαίοι,
πάλι, που θα είναι οι κατεξοχήν χαμένοι της μεταρρύθμισης των ποσοστώσεων ψήφου
είναι προφανώς ικανοποιημένοι να βλέπουν όλες τις μομφές να απευθύνονται στην
Ουάσιγκτον. Την ίδια ώρα το ελληνικό success story θα διαψεύδει τις μομφές ότι
μερίμνη της ευρωκρατούμενης διοίκησής του το ΔΝΤ επωμίσθηκε κατά παράβαση των
κανονισμών μη βιώσιμα χρέη, προς όφελος των τραπεζών της ευρώζωνης...
Ζητείται
ατζέντα για την ανάπτυξη
Σε
ευρύτερο επίπεδο, το με ποιά ατζέντα οφείλει να κινηθεί το Ταμείο μπροστά στον
ορατό κίνδυνο του αποπληθωρισμού παραμένει εν πολλοίς αναπάντητο. Κατά τον
πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Larry Summers, η κυρίαρχη επιλογή της
νομισματικής χαλαρότητας, είναι μεν καλύτερη από την νομισματική αυστηρότητα
της δεκαετίας του ΄30, αλλά δεν επαρκεί ως αναπτυξιακή στρατηγική. Η ποσοτική
διευκόλυνση (στην οποία επιμένει η Ιαπωνία και ετοιμάζεται να προσχωρήσει και η
ευρωζώνη, την ώρα που οι ΗΠΑ την “αποκλιμακώνουν” διστακτικά), δεν κάνουν
τίποτε άλλο από το να ενισχύουν τη μόχλευση των νοικοκυριών, υπονομεύοντας τη
μελλοντική ζήτηση, και να ενθαρρύνουν τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα και τις
φούσκες των στοιχείων ενεργητικού, αφήνοντας τις κεντρικές τράπεζες χωρίς
δυνατότητες αντίδρασης στο επόμενο υφεσιακό επεισόδιο.
Το
γεγονός δε ότι όλα αυτά συμβαίνουν “χωρίς καθαρή επικοινωνία μεταξύ των
κεντρικών τραπεζών”, όπως το έθεσε κομψά η Christine Lagarde, δηλ. αποκλειστικά
στη βάση εθνικών προτεραιοτήτων, χωρίς ενδιαφέρον για τον διεθνή αντίκτυπο, σαφώς
επιβαρύνει την ατμόσφαιρα.
Ποια
προαπαιτούμενα;
Χωρίς
μεταρρύθμιση των θεσμών του και χωρίς σαφή ατζέντα το ΔΝΤ ετοιμάζεται επίσης να
υποδεχθεί την ελληνική έξοδο στις αγορές χωρίς επίσης να έχει σε τίποτε
βελτιώσει, παρά τα λεγόμενα, την conditionality των διαθρωτικών προγραμμάτων
του –και εδώ η Ελλάδα κάθε άλλο παρά παράδειγμα επιτυχίας αποτελεί.
Στην
έκθεση “Conditionally yours: an analysis of the policy conditions attached to
IMF loans”, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Χρέους και Ανάπτυξης (Eurodad), το οποίο
αποτελείται από 48 μη κυβερνητικές οργανώσεις 19 ευρωπαϊκών κρατών, επισημαίνει
ότι οι επαχθείς όροι που συνοδεύουν τα προγράμματα του ΔΝΤ έχουν στην
πραγματικότητα αυξηθεί.
Μελετώντας
23 δάνεια που χορηγήθηκαν από τον Οκτώβριο του 2011 μέχρι τον Αύγουστο του
2013, το Eurodad υπολογίζει ότι κάθε πρόγραμμα συνοδεύεται κατά μέσο όρο από
19,5 προαπαιτούμενα, έναντι 13,7 την περίοδο 2005-7. Όσο μεγαλύτερα δε είναι τα
προγράμματα τόσο περισσότερα είναι και τα προαπαιτούμενα, με την Ελλάδα, την
Κύπρο και την Τζαμάικα που αντιπροσωπεύουν το 87% των δανείων του ΔΝΤ να
έρχονται αντιμέτωπες με 35 προαπαιτούμενα κατά μέσο όρο.
Μάλιστα,
σχεδόν όλες οι χώρες που κατέφυγαν στο ΔΝΤ αποτελούν “τακτικούς πελάτες”: οι 20
από τις 22 χώρες που εντάχθηκαν σε νέα δανειακά προγράμματα μεταξύ 2011-13
είχαν δανειστεί ξανά την περασμένη δεκαετία, οι περισσότερες μάλιστα είχαν
λάβει δάνεια κατά την προηγούμενη τριετία. Γεγονός που αποδεικνύει ότι το
Ταμείο τροφοδοτεί μη βιώσιμα χρέη και όχι, όπως επιβάλλει η αποστολή του,
προσωρινά προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών.
Επιπλέον,
από το 2010 και μετά έχει υπάρξει “περιοριστική στροφή” του ΔΝΤ και πολλά από
τα προαπαιτούμενα επικεντρώνονται σε πολιτικά ευαίσθητα θέματα, όπως η αύξηση
του ΦΠΑ, οι περικοπές στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, οι περικοπές των
κοινωνικών παροχών και η εξάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Πριν από
έξι χρόνια η εσωτερική επιτροπή ελέγχου του ΔΝΤ είχε καλέσει το Ταμείο να
περιορίσει δραστικά τις προϋποθέσεις που θέτει για τα δάνεια, με το επιχείρημα
ότι δεν είναι πάντα αποτελεσματικές. Πολλές κυβερνήσεις είχαν διαμαρτυρηθεί ότι
τα προαπαιτούμενα δεν είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες της κάθε χώρας, ενώ
μπορεί να συνοδεύονται και από μη ρεαλιστικές προθεσμίες.
Κατά το
Eurodad, ο δανεισμός από το ΔΝΤ επιδεινώνει την κατάσταση σε περιπτώσεις χωρών
με μη βιώσιμα χρέη. Η ανάπτυξη μηχανισμών ακύρωσης ωρεών που δεν μπορούν να
αποπληρωθούν οφείλει βέβαια να αποτελέσει διεθνή προτεραιότητα, ωστόσο το ΔΝΤ,
ως πιστωτής, λόγω προφανούς σύγκρουσης συμφερόντων.
Όσο για
την κρίση νομιμοποίησης του Ταμείου, αυτή, καταλήγει η έκθεση, θα μπορούσε να
θεραπευθεί μόνο με μια ριζική μεταρρύθμιση των θεσμών του, η οποία θα έδινε
φωνή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά για αυτό, όπως είδαμε, λογαριάζουν όλοι
χωρίς τους Ρεπουμπλικανούς του Καπιτωλίου...
Δεν υπάρχουν σχόλια
Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου