«Με μια φιλική κουβέντα κι ένα όπλο μπορείς να πετύχεις πολύ περισσότερα απ’ ό,τι με μια φιλική κουβέντα μόνο.» - Αλ Καπόνε Στο Rec...
«Με
μια φιλική κουβέντα κι ένα όπλο μπορείς να πετύχεις πολύ περισσότερα απ’ ό,τι
με μια φιλική κουβέντα μόνο.» - Αλ Καπόνε
Στο Reckless Endangerment (Απερίσκεπτη
Διακινδύνευση), ένα βιβλίο που σκιαγραφεί αποκαλυπτικά την απάτη στο επίκεντρο
της κρίσης των subprimes, οι δημοσιογράφοι και συγγραφείς Γκρέτσεν Μόργκενσον
και Τζόσουα Ρόζνερ, έγραψαν ότι «αν οι μεσίτες υποθήκευσης όπως η Novastar ή η
Countrywide είναι τα ‘βαποράκια’ που στέκονται έξω από τα σχολεία, και οι οίκοι
αξιολόγησης το αντίστοιχο των αστυνομικών της δίωξης ναρκωτικών που κάνουν τα
στραβά μάτια, οι χρηματιστηριακοί πράκτορες (brokers) που παρέχουν κεφάλαιο
στους πάσης φύσεως δανειστές, είναι οι επόπτες του καρτέλ.»
Προσδίδεται ακόμη μεγαλύτερη σημασία στις
παρατηρήσεις τους, δεδομένης της εξοργιστικής συμπεριφοράς των μεγάλων
τραπεζών, οι οποίες «μόλυναν» ένα ήδη οριακά διεφθαρμένο οικονομικό σύστημα με
αιματοβαμμένα μετρητά, διοχετευμένα μέσα από το παγκόσμιο εμπόριο ναρκωτικών.
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι
τα βρώμικα χρήματα από τα ναρκωτικά, τα οποία ξεπλύθηκαν από οικονομικούς
κολοσσούς όπως η HSBC και η Wachovia δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε
παραπάνω από «φράκτες» σχεδιασμένοι ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες των
ενυπόθηκων δανείων (RMBS), κομμένοι και ραμμένοι σε τοξικούς τίτλους χρέους,
καλυμμένους από εχέγγυα, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008
επιβάρυνε την καπιταλιστική «ελεύθερη αγορά».
Και, όπως η κακότυχη εξαγορά της Golden West
Financial/World Savings Bank έναντι $25,5 δις από την Wachovia στην κορυφή της
αγοράς το 2006, έτσι και η εξαγορά της Household International και της μονάδας
υποθηκών της Household Finance Corporation το 2002 από την HSBC για το
αστρονομικό ποσό των $15,2 δις, αποδείχθηκε υπερβολή.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η HSBC επιτάχυνε το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος για τους πελάτες της από τα καρτέλ, καθώς κατέρρεε η
υπερδιογκωμένη φούσκα των ακινήτων. Παρέα με άλλους αυτοδημιούργητους άρχοντες
του σύμπαντος οι οποίοι έβγαζαν χρήματα πιο γρήγορα από ότι μπορούσες να πεις
«ανταλλαγές αθέτησης πίστωσης», η HSBC σημείωσε το 2008 ζημιές πρώτου τριμήνου
της τάξης των «$17,2 δις αφότου η πτώση της αγοράς ακινήτων των ΗΠΑ έπληξε την
αξία των δανείων της», ανέφεραν τα νέα του BBC.
Από εκεί και στο εξής τα ελλείμματα από τα
ενυπόθηκα δάνεια RMBS εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Μέχρι το 2010, ενώ ερευνητές από τη
Γερουσία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης παρακολουθούσαν από κοντά τις αλχημείες
των τραπεζών, το Reuters ανέφερε ότι η HSBC Holdings «επεξεργαζόταν ετησίως,
δάνεια αξίας $20 δις μέσω της μονάδας της Household Finance Corp. στις ΗΠΑ»
όπου «οι υποχρεώσεις ανήλθαν περίπου στα $70 δις».
Από όποια πλευρά κι αν εξετάσει κανείς την
επιδημία της οικονομικής διαφθοράς του σήμερα, είναι σαφής μία τάση που
εντοπίζεται εδώ και δύο δεκαετίες. Τότε είχαν δημοσιεύσει και την καθοριστική
μελέτη τους οι Τζωρτζ Άκερλοφ και Πολ Ρόμερ, με τίτλο «Κλοπή: ο ευρωπαϊκός
υπόκοσμος της κερδοφόρας χρεοκοπίας», η οποία υποστήριζε ότι τα κίνητρα ήταν
τεράστια, καθώς τα ανώτερα τραπεζικά στελέχη φούσκωναν τους ισολογισμούς τους
με «έσοδα εγκληματικών δραστηριοτήτων… που πιθανότατα ανέρχονταν περίπου στο
3,6 του ΑΕΠ (2,3 – 5,5 τοις εκατό), ή αλλιώς σε περίπου $2,1 τρις για το 2009»,
σύμφωνα με εκτίμηση του 2011 από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά
και το Έγκλημα (UNODC).
Και, αυτό που έκανε τα πράγματα ακόμα
χειρότερα, ήταν ότι η εκ προθέσεως εγκληματικότητα στην κορυφή της οικονομικής
πυραμίδας ήταν βοηθούμενη και υποκινούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ
και τον ομοσπονδιακό ρυθμιστικό μηχανισμό που επέτρεψε σε αυτά τα «θρυλικά»
οικονομικά αρπακτικά να περπατούν ελεύθερα.
«Αλλαγή» στην οποία μπορούν να πιστέψουν οι
Μπάνκστερς
Στα τέλη Ιανουαρίου, τα Νέα του Bloomberg
ανέφεραν ότι οι αμερικανικές εισαγγελικές αρχές έχουν «ζητήσει από ομοσπονδιακό
δικαστή να υπογράψει τον διακανονισμό της HSBC Holdings Plc (HSBA), τάξης $1,9
δις, ο οποίος έδινε τη δυνατότητα στα καρτέλ ναρκωτικών να ξεπλύνουν
εκατομμύρια δολάρια εσόδων διακίνησης.»
Οι εισαγγελικές αρχές δικαιολόγησαν τον
διακανονισμό με το σκεπτικό ότι «περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη επίσχεση που έχει
γίνει ποτέ στη δίωξη μίας τράπεζας και προβλέπει την παρακολούθηση για την
πρόβλεψη μελλοντικών παραβιάσεων», υποστηρίζοντας ότι «οι αυστηρές
προϋποθέσεις, και η πρωτοφανής επίσχεση, καθώς και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν,
χρησιμεύουν ως σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για μελλοντικές, παρόμοιες
συμπεριφορές.»
Ελάτε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το
αρρωστημένο αστείο: έχουμε μία τράπεζα που ξέπλυνε δισεκατομμύρια δολάρια για
βαρόνους των ναρκωτικών από την Κολομβία και το Μεξικό, ομολογουμένως μέλη των
πιο βίαιων συμμοριών στη γη (120.000 νεκροί Μεξικάνοι από το 2006 και οι
αριθμοί συνεχίζουν να μεγαλώνουν), και υποτίθεται ότι εμείς πρέπει να πάρουμε
τη συμφωνία αυτή στα σοβαρά. Αλήθεια; Ας θυμηθούμε, ότι πρόκειται για ένα
όργανο, του οποίου τα προ φόρων κέρδη για το 2012 πρόκειται να ξεπερνούν τα
$23,5 δις, κατά τον απολογισμό των κερδών την ερχόμενη εβδομάδα, και το
καλύτερο που μπορεί να κάνει η αμερικανική κυβέρνηση είναι να αποσπάσει την
υπόσχεση ότι την επόμενη φορά «θα φερθούν καλύτερα».
Τη συμφωνία αυτή, μία συμφωνία αναστολής
σύστασης κατηγορητηρίου (DPA), σκαρφίστηκαν ο απερχόμενος επικεφαλής του
ποινικού τμήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης Lanny A. Breuer και η μεγαλύτερη
τράπεζα της Ευρώπης, η HSBC. Με την προτροπή του πρώην Υπουργού Οικονομικών
Timothy Geithner, δεν ζητήθηκαν –και δεν ασκήθηκαν- ποινικές διώξεις στα
ανώτερα τραπεζικά στελέχη.
Γιατί μπορεί να συνέβη αυτό;
Σε μία συνέντευξη τύπου που διαλαλούσε την
«φριχτή αυτή συμφωνία» της κυβέρνησης, ο Breuer δήλωσε ανέμελα ότι η απόφαση
του Υπ. Δικαιοσύνης να μην κινηθεί δυναμικά εναντίον της HSBC ήταν προς
συμφέρον όλων μας: «Αν οι αμερικανικές αρχές είχαν αποφασίσει να ασκήσουν
ποινική δίωξη, η HSBC θα είχε σίγουρα χάσει την άδεια λειτουργίας της στις ΗΠΑ,
το μέλλον του τραπεζικού ιδρύματος θα απειλούταν και ολόκληρο το τραπεζικό
σύστημα θα αποσταθεροποιούταν.»
Λες και το γεγονός ότι δόθηκε άδεια σε όσους
ξέπλεναν βρώμικα χρήματα από ναρκωτικά να μολύνουν έναν από τους μεγαλύτερους
τραπεζικούς οργανισμούς του κόσμου δεν έχει ήδη «αποσταθεροποιήσει» αρκετά το
τραπεζικό σύστημα!
Παρόλο που το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Ομπάμα
έβαλε ουσιαστικά «κραγιόν σε γουρούνι» με αυτή τη συμφωνία, η ίδια τους η
«Κατάσταση Γεγονότων» η οποία κατατέθηκε στον Περιφερειακό Δικαστή των ΗΠΑ John
Gleeson, σχηματίζει μία ενοχοποιητική εικόνα εγκληματικής αμέλειας, η οποία
ξεπέρασε κάθε όριο, καταλήγοντας σε απόλυτη συμπαιγνία με τους πελάτες των
Καρτέλ:
Από το 2006 μέχρι το 2010, η HSBC USA
παραβίασε την αμερικανική νομοθεσία περί τραπεζικού απορρήτου (BSA – Bank
Secrecy Act) και τους κανόνες εφαρμογής της. Συγκεκριμένα, η HSBC Bank USA
αγνόησε τους κινδύνους ξεπλύματος χρήματος που σχετίζονται με την
επιχειρηματική δραστηριότητα με ορισμένους πελάτες του Μεξικού, και απέτυχε να
εφαρμόσει το πρόγραμμα BSA/AML, το οποίο ήταν επαρκές για την παρακολούθηση
ύποπτων συναλλαγών από το Μεξικό. Ταυτόχρονα, η Grupo Financiero HSBC, S.A. de
C.V. («HSBC Mexico»), ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της HSBC Bank USA στο
Μεξικό, είχε τα δικά της σοβαρά προβλήματα με το πρόγραμμα AML (anti-money
laundering - ενάντια στο ξέπλυμα χρημάτων). Ως αποτέλεσμα αυτών των ταυτόχρονων
αποτυχιών του BSA/AML, ξεπλύθηκαν τουλάχιστον $881 εκατομμύρια από έσοδα
διακίνησης ναρκωτικών του καρτέλ Σιναλόα στο Μεξικό και του καρτέλ Νόρτε ντελ
Βάλε στην Κολομβία, μέσω της HSBC Bank USA χωρίς να εντοπιστούν. Ο Όμιλος HSBC
γνώριζε τα σοβαρά προβλήματα συμμόρφωσης με το πρόγραμμα BSA/AML της HSBC
Mexico, ωστόσο δεν έκανε τίποτα για να ενημερώσει την HSBC Bank USA για αυτά τα
προβλήματα και τις πιθανές τους επιπτώσεις στο πρόγραμμα AML της HSBC Bank USA.
Όπως και στην περίπτωση της Wachovia,
ολόκληροι ωκεανοί μετρητών, που προήλθαν από τη διακίνηση ναρκωτικών,
ξεπλύθηκαν από την HSBC μέσω του «Χρηματιστηρίου Μαύρης Αγοράς Πέσος» (BMPE),
ενός πλέγματος διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων που ελέγχεται από τα καρτέλ
ναρκωτικών της Κολομβίας και του Μεξικού.
Σύμφωνα με τη συμφωνία αναστολής σύστασης
κατηγορητηρίου (DPA), «οι μεσίτες πέσο αγοράζουν χύμα μετρητά σε δολάρια
Ηνωμένων Πολιτειών από τα καρτέλ ναρκωτικών με μειωμένο επιτόκιο, με αντάλλαγμα
κολομβιανά πέσος που ανήκουν σε επιχειρηματίες της Κολομβίας. Στη συνέχεια, οι
μεσίτες πέσο χρησιμοποιούν τα αμερικανικά δολάρια για να αγοράσουν νόμιμα
προϊόντα από επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και άλλες χώρες του εξωτερικού, εκ μέρους
των επιχειρηματιών της Κολομβίας. Τα αγαθά αυτά αποστέλλονται στη συνέχεια
στους Κολομβιανούς επιχειρηματίες, οι οποίοι τα μεταπωλούν για κολομβιανά πέσος
ώστε να ανακτήσουν την αρχική τους επένδυση.»
«Στο τέλος», μας ενημέρωσε το Υπουργείο
Δικαιοσύνης, «οι Κολομβιανοί επιχειρηματίες λαμβάνουν αμερικανικά δολάρια με
χαμηλότερη συναλλαγματική ισοτιμία από ότι υπάρχει διαθέσιμη στην Κολομβία, οι
Κολομβιανοί αρχηγοί των καρτέλ λαμβάνουν κολομβιανά πέσος αποφεύγοντας τις
δαπάνες που σχετίζονται με την κατάθεση αμερικανικών δολαρίων απευθείας σε
κολομβιανά οικονομικά ιδρύματα, και οι μεσίτες πέσο λαμβάνουν αμοιβές για τις
υπηρεσίες τους ως μεσάζοντες.»
Το πιάσατε; Και τα αγαθά που προμηθεύονται οι
άνθρωποι των καρτέλ από επιχειρηματίες σε αυτή την πλευρά των συνόρων, δεν
περιλαμβάνουν μόνο τηλεοράσεις πλάσμα, διαμαντένια ρόλεξ ή τεθωρακισμένα SUVs.
Πρέπει να προσθέσουμε τα εξής απαραίτητα στη λίστα: στόλους αεροσκαφών και
αρκετά όπλα για έναν ολόκληρο στρατό!
Οι ερευνητές του Υπουργείου Δικαιοσύνης
ανακάλυψαν ότι «οι διακινητές ναρκωτικών κατέθεταν εκατοντάδες χιλιάδες
δολάρια, μαζικά, σε αμερικανικό νόμισμα καθημερινά σε λογαριασμούς της HSBC
Mexico. Για να κινηθεί αποτελεσματικά αυτός ο όγκος χρημάτων από τα ταμεία των
τραπεζικών καταστημάτων της HSBC Mexico, οι διακινητές ναρκωτικών σχεδίασαν
ειδικά διαμορφωμένα κουτιά που χώραγαν ακριβώς στις διαστάσεις της υποδοχής στα
παράθυρα των ταμείων στις τράπεζες. Οι έμποροι ναρκωτικών έστελναν πολλά
κουτιά, γεμάτα μετρητά, μέσω των ταμείων των τραπεζικών καταστημάτων, για
κατάθεση σε λογαριασμούς της HSBC Mexico. Αφότου τα μετρητά περνούσαν στους
λογαριασμούς, οι μεσίτες πέσο μετέφεραν ηλεκτρονικά τα αμερικανικά δολάρια σε
διάφορους εξαγωγείς, με βάση τη Νέα Υόρκη και άλλες τοποθεσίες σε όλες τις ΗΠΑ,
για την αγορά αγαθών εκ μέρους επιχειρήσεων της Κολομβίας. Στη συνέχεια, οι
εξαγωγείς των ΗΠΑ έστελναν τα εμπορεύματα απευθείας στις κολομβιανές
επιχειρήσεις.»
Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι «λόγω των
χαλαρών ελέγχων AML, η HSBC Mexico ήταν το προτιμώμενο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα
των καρτέλ και των υπεύθυνων ξεπλύματος χρημάτων. Τα έσοδα από τη διακίνηση
ναρκωτικών (σε πραγματικά αμερικανικά δολάρια) που κατατέθηκαν στην HSBC Mexico
ως μέρος των συναλλαγών BMPE, πουλήθηκαν στην HSBC Bank USA μέσω
τραπεζογραμματίων».
Ποια είναι λοιπόν η «μπάζα» για την
τράπεζα; Ο πρώην ερευνητής της Γερουσίας Τζακ Μπλουμ είπε στον Matt Taibbi
του περιοδικού Rolling Stone: «Αν έχεις πελάτες που ενδιαφέρονται για «ειδικές
υπηρεσίες» -πρόκειται για τον συνήθη ευφημισμό που χρησιμοποιείται όταν μιλάμε
για κακά πράγματα- τους χρεώνεις ότι θες». Ο Μπλουμ δήλωσε ότι «το περιθώριο
κέρδους για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, κυμαίνεται εδώ και χρόνια περίπου στο
20 τοις εκατό.»
Αυτό κι αν είναι κίνητρο!
«Μεγάλοι Έλεγχοι, Μεγάλα Προβλήματα. Κανένας
Έλεγχος, Κανένα Πρόβλημα»
Κατά την επινόηση της συμφωνίας της HSBC, το
Υπουργείο Δικαιοσύνης αγνόησε τις μαρτυρίες των πληροφοριοδοτών στη Γερουσία.
Ορισμένοι από αυτούς απολύθηκαν ή τελικά παραιτήθηκαν αηδιασμένοι όταν
υψηλότερα στελέχη ματαίωσαν τις προσπάθειές τους να κατανοήσουν τα
«παραπτώματα» σχετικά με το πρόγραμμα AML του τμήματος της Βόρειας Αμερικής
κατά τη διάρκεια μίας κρίσιμης περιόδου, κατά την οποία γινόταν σαφές ότι οι
απώλειες στην αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (subprimes) θα ήταν
τεράστιες.
Πληροφορηθήκαμε ότι ανώτεροι αξιωματούχοι της
αμερικανικής HSBC είχαν κρατηθεί στο σκοτάδι σχετικά με την έκταση των
προβλημάτων που μάστιζαν τη μεξικανική HSBC. Αυτοί που τους κράτησαν στο
σκοτάδι ήταν στελέχη του Ομίλου HSBC στο Λονδίνο, «συμπεριλαμβανομένου του
Διευθύνοντα Συμβούλου, του Επικεφαλής της Συμμόρφωσης, του Επικεφαλής του
Ελέγχου, και του Επικεφαλής του Νομικού Τμήματος», όλοι εκ των οποίων γνώριζαν
πολύ καλά «ότι τα προβλήματα στην HSBC Mexico περιλάμβαναν αμερικανικά δολάρια
και λογαριασμούς σε αντίστοιχα δολάρια των ΗΠΑ».
Υποτίθεται ότι πρέπει να πιστέψουμε ότι το
Λονδίνο «δεν επικοινώνησε με τους ομόλογούς του στην HSBC Bank USA για να
εξηγήσει τη σημασία των προβλημάτων ή των πιθανών επιπτώσεων στη δραστηριότητα
της HSBC Bank USA». Αυτό το παραμύθι επρόκειτο να διογκωθεί ακόμα περισσότερο,
όταν ενημερωθήκαμε ότι «ο Γενικός Σύμβουλος/Περιφερειακός Σύμβουλος Συμμόρφωσης
της HSBC για τη Βόρεια Αμερική, άκουσε πρώτη φορά για τα προβλήματα της HSBC
Mexico και τις πιθανές τους επιπτώσεις στην HSBC Bank USA το 2010 ως αποτέλεσμα
της έρευνας».
Σύμφωνα με την ύποπτη αυτή ιστορία που
επινοήθηκε από τους κυβερνητικούς εισαγγελείς, η Γενική Σύμβουλος της
αμερικανικής HSBC, ενημερώθηκε από τον Επικεφαλής Συμμόρφωσης του Ομίλου HSBC,
David Bagley, ότι δεν της είχε πει κανείς για «πιθανά προβλήματα» στην
μεξικανική HSBC διότι η τράπεζα δεν «βγάζει στη φόρα τα άπλυτα κάθε θυγατρικής
…αλλά παρεμβαίνει και διορθώνει τα προβλήματα».
Αλήθεια; Ας έχουμε υπόψη μας ότι το Γραφείο
του Ελεγκτή του Νομίσματος δεν έχει εκδώσει μία, αλλά δύο διαταγές παύσης και
αναστολής από το 2003 μέχρι το 2010, ουσιαστικά διατάζοντας την HSBC να
αναθεωρήσει τη συμπεριφορά της. Και οι δύο διαταγές είχαν να κάνουν με την
ενίσχυση των ελέγχων ενάντια στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Και οι δύο
αγνοήθηκαν παντελώς.
Αλλά, όπως αποκάλυψε η Μόνιμη Υποεπιτροπή
Ερευνών της Γερουσίας (US Senate Permanent Subcommittee) σε έκθεσή τους 335
σελίδων (μεγάλο αρχείο PDF) και σε σχετικές ακροάσεις πέρυσι το καλοκαίρι, παρά
το γεγονός ότι «τα επίπεδα στελέχωσης της συμμόρφωσης και του AML είχαν διατηρηθεί
χαμηλά για πολλά χρόνια ως μέτρο μείωσης κόστους», ερευνητές της Γερουσίας
έμαθαν μέσω εσωτερικής αλληλογραφίας της HSBC ότι αυτοί που είχαν επιφορτιστεί
με την παρακολούθηση των ύποπτων συναλλαγών «αγωνίζονταν για να διαχειριστούν
τις αυξανόμενες απαιτήσεις της παρακολούθησης» που σχετίζονταν με τα αντίστοιχα
τραπεζικά προγράμματα και προγράμματα διαχείρισης μετρητών, και είχαν ζητήσει
επιπλέον προσωπικό».
«Παρά τις αιτήσεις για επιπλέον προσωπικό για
το τμήμα του AML», η Γερουσία ανέφερε ότι «η αμερικανική HSBC αποφάσισε να
κρατήσει το προσωπικό στα ίδια χαμηλά επίπεδα».
«Μετά την απόρριψη της αίτησης για επιπλέον
προσωπικό, η Carolyn Wind, πολύχρονη Επικεφαλής Συμμόρφωσης και διευθύντρια του
τμήματος AML, έθεσε υπό συζήτηση το ζήτημα των ανεπαρκών πόρων στο διοικητικό
συμβούλιο της HNAH (HSBC North America Holdings, Inc.). Ένα μήνα μετά τη
συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, και μετά από επτά χρόνια υπηρεσίας ως
Επικεφαλής Συμμόρφωσης της αμερικανικής HSBC, η κα Wind απολύθηκε», αποκάλυψαν
οι ερευνητές της Γερουσίας.
Η Wind, η οποία είχε συναντηθεί με το ΔΣ
της HNAH τον Οκτώβριο του 2007 για να συζητήσει το ζήτημα του προσωπικού,
επιπλήχθηκε από την προϊστάμενό της, Περιφερειακή Επικεφαλής Συμμόρφωσης και
Ανώτερη Εκτελεστική Αντιπρόεδρο Janet L. Burak, επειδή έθεσε το ζήτημα εν όψει
του συμβουλίου. Σε ένα email προς τον καταντροπιασμένο Επικεφαλής Συμμόρφωσης
του Ομίλου David Bagley, ο οποίος παραιτήθηκε δραματικά μπροστά στις
τηλεοπτικές κάμερες κατά τη διάρκεια των ακροάσεων της Γερουσίας, η Burak
«εξέφρασε δυσαρέσκεια» για την Wind και είπε στον Bagley:
«Της υπέδειξα τις έντονες ανησυχίες μου
σχετικά με την ικανότητά της να κάνει την δουλειά την οποία χρειάζομαι να
κάνει, ιδιαίτερα υπό το φως των σχολίων που έκανε στη χθεσινή συνάντηση της
επιτροπής ελέγχου … Επισήμανα ότι τα σχόλιά της προκάλεσαν ακατάλληλη ανησυχία
στην επιτροπή γύρω από: την προθυμία μας να πληρώσουμε ανάλογα ώστε να υπάρχει
αρκετό προσωπικό για τις κρίσιμες λειτουργίες συμμόρφωσης (ιδιαίτερα για την
τραπεζική υποστήριξη του AML), και τη θέση του Ελεγκτή του Νομίσματος (OCC) σε
σχέση με τη συγχώνευση του AML και της γενικής συμμόρφωσης».
Σε έντονη αντίθεση με την εκδοχή της
κυβέρνησης, φαίνεται ότι η αμερικανική HSBC είχε πλήρη γνώση των προβλημάτων
«διαχείρισης μετρητών» τρία χρόνια νωρίτερα από ότι ισχυριζόταν η συμφωνία
αναστολής σύστασης κατηγορητηρίου, ωστόσο τα ανώτερα στελέχη επέλεξαν να κάνουν
τα στραβά μάτια –εφόσον τα μετρητά συνέχισαν να ρέουν.»
Η απόλυση της Wind από τη Burak θα έπρεπε να
είχε κινήσει τις υποψίες στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ως Περιφερειακή
Προϊστάμενος του Νομικού Τμήματος για τη Βόρεια Αμερική, η Burak διορίστηκε από
το ΔΣ της HNAH για να υπηρετήσει ως Υπεύθυνη Συμμόρφωσης της Τράπεζας, μία
κίνηση που επικρίθηκε ακόμα και από τον Bagley, ωστόσο τα παράπονά του
απορρίφθηκαν από τα κεντρικά του Λονδίνου.
Ο διορισμός της ως Περιφερειακή Προϊσταμένη
Συμμόρφωσης δεν θα πρέπει, ωστόσο, να προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι πριν την
ένταξή της στην ομάδα της HSBC, η Burak «ήταν γενικός σύμβουλος του ομίλου
Household International . . . καθώς και υπεύθυνη για τον ρυθμιστικό συντονισμό
και τη λειτουργία συμμόρφωσης», σύμφωνα με προφίλ της στο BusinessWire του
2004. Και με την τράπεζα να βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού για περίπου $70
δις, συμπεριλαμβανομένων των τοξικών υποχρεώσεων από τα διεθνή ενυπόθηκα
δάνεια, ο διορισμός της από το Λονδίνο για να επιβλέπει το AML ήταν η «απόλυτη
κίνηση» από τα κεντρικά.
Σε αυτόν το νέο της, διπλό ρόλο, η Burak
τιμωρήθηκε και από το Γραφείο του Ελεγκτή του Νομίσματος και από τη Αμερικανική
Ομοσπονδιακή Τράπεζα «για την έλλειψη κατανόησης των κινδύνων και του ελέγχου
AML» σύμφωνα με την έκθεση της Γερουσίας. Πράγματι, το Γραφείο του Ελεγκτή,
δήλωσε ότι η Burak «δεν είχε συμμετάσχει τακτικά στις σημαντικές συναντήσεις
της επιτροπής ή του τμήματος συμμόρφωσης» και είχε αποτύχει να κρατήσει τον
εαυτό της αλλά και τα άλλα τραπεζικά στελέχη «πλήρως ενήμερα σχετικά με τα
ζητήματα και τους κινδύνους εντός του προγράμματος συμμόρφωσης BSA/AML.»
Ωστόσο, αν σκοπός τους ήταν να κρατήσουν
το προσωπικό του AML σε «σταθερά χαμηλά επίπεδα» και να αποφύγουν τυχόν
προβλήματα με τους ενοχλητικούς ελέγχους που θα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τη
συμμόρφωση υπό τον Νόμο περί Τραπεζικού Απορρήτου (BSA), τότε μπορούμε να
κατανοήσουμε αυτές τους τις επιλογές. Οι ερευνητές της Γερουσίας έμαθαν ωστόσο,
ότι τα ζητήματα συμμόρφωσης με το πρόγραμμα BSA ήταν πάρα πολλά και τα ευρήματά
τους ήταν αρκετά ανησυχητικά:
Τα προβλήματα που εντόπισαν περιλάμβαναν: μία
τεράστια συσσώρευση 17.000 ειδοποιήσεων πιθανής ύποπτης δραστηριότητας, οι
οποίες ακόμα δεν είχαν εξεταστεί· αναποτελεσματικές μεθόδους για τον εντοπισμό
ύποπτων δραστηριοτήτων· την αποτυχία στην έγκαιρη υποβολή των Εκθέσεων Ύποπτης
Δραστηριότητας στις αμερικανικές διωκτικές αρχές· την αποτυχία στη διεξαγωγή
της δέουσας επιμέλειας για την αξιολόγηση των κινδύνων των θυγατρικών της HSBC
πριν το άνοιγμα των αντίστοιχων λογαριασμών· την αποτυχία εκ μέρους της HSBC
USA διάρκειας 3 ετών, από τα μέσα του 2006 μέχρι τα μέσα του 2009, διεξαγωγής
οποιασδήποτε παρακολούθησης AML για τα $15 δις μαζικών χρηματικών συναλλαγών με
τις ίδιες αυτές θυγατρικές, παρά τους κινδύνους που συνδέονται με τις μεγάλες
χρηματικές συναλλαγές· ανεπαρκείς διαδικασίες στην εκχώρηση αξιολογήσεων
κινδύνου για χώρες και πελάτες· αποτυχία στην παρακολούθηση $60 τρις ετησίων
ηλεκτρονικών εμβασμάτων από πελάτες με έδρα χώρες που η HSBC USA είχε
αξιολογήσει ως χαμηλού κινδύνου· ανεπαρκές και στερούμενο των απαιτούμενων
προσόντων προσωπικό AML· ανεπαρκείς πόροι AML· και προβλήματα ηγεσίας στο τμήμα
του AML.
Αλλά η λίστα δεν τελειώνει εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια
Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου