Παραμονή Χριστούγεννα... (Διήγημα & Video's) - Ελλήνων Αφύπνιση

Page Nav

HIDE

Grid

GRID_STYLE
{fbt_classic_header}

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

latest

Παραμονή Χριστούγεννα... (Διήγημα & Video's)

  Καλά Χριστούγεννα σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες   Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Φώτη Κόντογλου Κρύο τάντανο ἔ κανε, παραμο...

 






Καλά Χριστούγεννα σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες


 

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Φώτη Κόντογλου


Κρύο τάντανο κανε, παραμον Χριστούγεννα. γέρας σ νά τανε κρύα φωτι κι καιγε. Μ κόσμος τανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εχε βραδιάσει κι νάψανε τ φανάρια μ τ πετρόλαδο. Τ μαγαζι στ τσαρσ φεγγοβολούσανε, γεμάτα π᾿ λα τ καλά. κόσμος μπαινόβγαινε κα ψώνιζε· π τό να τ μαγαζ βγαινε, στ᾿ λλο μπαινε. Κι λοι χαιρετιόντανε κα κουβεντιάζανε μ γέλια, μ χαρές.

 

Ο μεγάλοι καφενέδες τανε γεμάτοι καπν π τν κόσμο πο φουμάριζε. καφενς τ᾿ σημένιου εχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εχε μέσα δύο σόμπες, κα τ τζάμια τανε θαμπά, π᾿ ξω βλεπες σν σκιους τος νθρώπους. Ο μουστερδες εχανε βγαλμένες τς γονες π τ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραοι.

 

Κάθε τόσο νοιγε πόρτα κα μπαίνανε τ παιδι πο λέγανε τ κάλαντα. λλα μπαίνανε, λλα βγαίνανε. Κα δν τ λέγανε μισ κα μισοκούτελα, μ τ λέγανε π τν ρχ σαμε τ τέλος, μ φωνς ψαλτάδικες, χι σν κα τώρα, πο λένε μοναχ πέντε λόγια μπρούμυτα κι νάσκελα, κα κενα παράφωνα.

 

ντίκρυ στν μεγάλον καφεν τ᾿ σημένιου τανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα κα τέτοια. σια-σια ντίκρυ στ μεγάλη πόρτα το καφεν τανε να μικρ καφενεδάκι, τ πι φτωχικ σ᾿ λη τν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

 

ν μεγάλος καφενς φεγγολογοσε κα τ τζάμια τανε θολ π τ ζέστη, ποντικότρυπα τανε σκοτεινή, γιατ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ναβε, μία σβηνε, πως μπαινε χιονις π τ σπασμένα τζάμια τς πόρτας. φιτιλήθρα τανε στραβοβιδωμένη κα τσαλαπατημένη σν τ μοτρο το καφετζ, το μπαρμπα-Γιαννακο το Χατζ, τ φιτίλι στραβοκομμένο, τ γυαλ σπασμένο π τό να μάγουλο κα στν τρύπα εχανε κολλημένο να κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μ νο σου τί φς δινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τ σανίδια τανε σάπια κα τρίζανε. Στν τοχο τανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σν ρχαα εκονίσματα: τό να παρίστανε τν Μέγα Πέτρο μέσα σ μία βάρκα πο τν δερνε φουρτούνα, τ᾿ λλο τν μάντη Τειρεσία πο μιλοσε μ τν γαμέμνονα, τ᾿ λλο τν Παναγ τν Κουταλιαν πο πάλευε μ τν τίγρη.

 

πελατεία τανε συνέχεια μ τ καφενεο. λοι-λοι τανε πέντ᾿ - ξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μ κάτι τρύπιες γονες πο δν τς πιανε γκίστρι. Δύο-τρες τανε γιαλικάρηδες, δηλαδ εχανε καμι σάπια βάρκα κα βγάζανε θαλασσιν γι μεζέδες, πο τ λέγανε γιαλικά, γιατ βρίσκουνται στ γιαλό, δηλαδ στ ρηχ νερά. Ο λλοι τανε φρουκαλάδες, δηλαδ κάνανε φρουκαλιές. «τανε κα κανένας νεροκουβαλητς κα κανένας καρβουνιάρης. Νά, ατ τανε πελατεία.

 

βορις μπαινε μέσα μ τν τρούμπα, κα στριφογύριζε τ λάμπα πο κρεμότανε π τ μαυρισμένο ταβάνι, κι ναβόσβηνε. π τ κρύο τρέμανε ο γέροι κα χουχουλίζανε τ χέρια τους, τ βάζανε κι π πάνω π τ τσιγάρο, τάχα γι ν ζεσταθονε.

 

φουκαρς καφετζής, γι ν μν παγώσει, κανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε π τ τεζάκι σαμε τν πόρτα, μ τν παλιογούνα ριχμένη π πάνω του καί, γι ν δώσει κουράγιο στν πελατεία, κε πο σουλατσάριζε, τν πίανε τ σύγκρυο κα χτυπούσανε τ κατωσάγονά του, κι σφιγγε πάνω του τν παλιοπατατούκα του κι λεγε:

 

εεέχ! Μωρ ζεστ πο εναι τ καφενεδάκι μας!...

 

στερα γύριζε κι δειχνε τν μεγάλον καφενέ, πο καπνίζανε κάργα ο σόμπες, κι λεγε:

 

ντίκρυ, σκυλ ψοφ π τ κρύο..., σκυλ ψοφ!

 

καημένος μπαρμπα-Χατζς!

 

π᾿ ξω περνοσε κόσμος βιαστικός, μ γέλια κα μ χαρές. π δ κι π κε κουγόντανε τ παιδι πο λέγανε τ κάλαντα στ μαγαζιά.

 

ρα περνοσε κι νάριευε σιγ-σιγ κόσμος. Τ μαγαζι σφαλοσαν να-να. Μοναχ μέσα στ μπαρμπερι ξουριζόντανε κόμα κάτι λίγοι.

 

Στ τσαρσ λιγόστευε φασαρία, μ στος μαχαλάδες γυρίζανε τ παιδι μ τ φανάρια κα λέγανε τ κάλαντα στ σπίτια. Ο πόρτες τανε νοιχτές, ο νοικοκυραοι, ο νοικοκυρδες κα τ παιδιά τους, λοι τανε χαρούμενοι, κι ποδεχόντανε τος ψαλτάδες, κα κενοι ρχίζανε καλόφωνοι σν χοτζδες:

 

Καλν σπέραν, ρχοντες, ν εναι ρισμός σας,

Χριστο τν θείαν γέννησιν ν π στ᾿ ρχοντικό σας.

Χριστς γεννται σήμερον ν Βηθλεμ τ πόλει,

ο ορανο γάλλονται, χαίρει κτίσις λη...

 

Κι φο ξιστορούσανε σα λέγει τ Εαγγέλιο, τν ωσήφ, τος γγέλους, τος τσομπάνηδες, τος μάγους, τν ρώδη, τ σφάξιμο τν νηπίων κα τν αχλ πο κλαιγε τ τέκνα της, στερα τελειώνανε μ τοτα τ λόγια:

 

δο πο σς επαμεν λην τν στορίαν,

το ησο μας το Χριστο γέννησιν τν γίαν.

Κα σς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθετε,

λίγον πνον πάρετε κα πάλιν σηκωθετε.

Κα βάλετε τ ροχα σας, εμορφα νδυθετε,

στν κκλησίαν τρέξατε, μ προθυμίαν μπετε.

Ν᾿ κούσετε μ προσοχν λην τν μνωδίαν

κα μ πολλν ελάβειαν τν θείαν λειτουργίαν.

Κα πάλιν σν γυρίσετε ες τ ρχοντικόν σας,

εθς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τ φαγητόν σας.

Κα τν σταυρόν σας κάμετε, γευθετε, εφρανθετε,

δότε κα κανενς πτωχο, στις ν στερεται.

Δότε κι μς τν κόπον μας, ᾿ εναι ρισμός σας,

κα Χριστός μας πάντοτε ν εναι βοηθός σας.

Κα ες τη πολλά.

 

Νπαίνανε στ σπίτι μ χαρά, βγαίνανε μ πι μεγάλη χαρά. Παίρνανε ρχοντικ φιλοδωρήματα π τν κουβαρντ τν νοικοκύρη, κι π τ νοικοκυρ λογι-λογιν γλυκά, πο δν τ τρώγανε, γιατ κόμα δν εχε γίνει Λειτουργία, λλ τ μαζεύανε μέσα σ μία καλαθιέρα.

 

βραμιαα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε ο νθρωποι κα γινήκανε σν ξερίχια π τν πολιτισμό! Πνε τ καλ χρόνια!

 

λα γινόντανε πως τά λεγε τ τραγούδι: Πέφτανε στ ζεστά τους κα παίρνανε ναν πνο, σπου ρχίζανε κα χτυπούσανε ο καμπάνες π τς δώδεκα κκλησις τς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! χι σν τς κρύες τς ερωπαϊκές, πο θαρρες πς εναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε λοι, βάζανε τ καλά τους, κα πηγαίνανε στν κκλησιά.

 

Σν τελείωνε Λειτουργία, γυρίζανε στ σπίτια τους. Ο δρόμοι ντιλαλούσανε π χαρούμενες φωνές. Ο πόρτες τν σπιτιν τανε νοιχτς κα φεγγοβολούσανε. Τ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ σπρα τραπεζομάντηλα, κι εχανε πάνω τι βάλει νος σου. Φτωχο κα πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί ο ρχόντοι στέλνανε π᾿ λα στος φτωχούς. Κι ντς ν τραγουδήσουνε στ τραπέζια, ψέλνανε τ Χριστς γεννται, δοξάσατε, Παρθένος σήμερον τν περούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ρ κα παράδοξον. φο εφραινόντανε π᾿ λα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σν τ᾿ ρνι πο κοιμόντανε κοντ στ παχνί, τότες πο γεννήθηκε Χριστός, ν Βηθλεμ τς ουδαίας.

 

Τώρα ς πμε τν δια βραδι στν ντικριν στεριά, πο τρεμοσβήνουνε να-δύο μικρ φωτάκια, πέρα π τ πέλαγο πο βογγ π τν γριο τν χιονι.

 

Εναι να μαντρ πίσω π μία ραχούλα κοντ στ θάλασσα, φυτρωμένη π πουρνάρια. Ατ τ μαντρ εναι το Γιάννη το Βλογημένου. Τ πρόβατα εναι σταλιασμένα κάτω π τ σαγι κα κούγουνται τ κουδούνια, τν-τίν, πως ναχαράζουνε. πειδ γενννε, ο τσομπαναραοι παρ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθε κανένα ρνί, τ᾿ ρπνε κα τ μπάζουνε στ καλύβι κα τ ζεσταίνουνε στ φωτι ν μν παγώσει. π᾿ ξω φωνάζουνε ο μαννάδες. φωτι ξελοχίζει κα τ καλύβι εναι σν χαμάμι.

 

κε-μέσα βρίσκουνται ξ᾿-φτ νοματέοι, καθισμένοι γύρω π τν σοφρ. Πρτος εναι ρχιτσέλιγκας Γιάννης Βλογημένος, πού, μα τν δεις, θαρρες πς βρίσκεσαι ληθιν στ μαντρ πο γεννήθηκε Χριστός. Εναι ρχαος νθρωπος, θος, μ γένια μαρα, σν γιος. Τ ροχα πο φορ εναι βρακι νατολίτικα, στ ποδάρια του χει τυλιγμένα πετσι δεμένα μ λαγάρες, στ σελάχι του χει σκα κα τσακμάκι. Κι ο λλοι τσομπάνηδες εναι σν τν Γιάννη, μονάχα πο Γιάννης κάθεται μ τ πουκάμισο, ν ο λλοι, πειδ βγαίνουνε ξω γι ν κοιτάζουνε τ νιογέννητα, φορνε προβις προβατίσιες μ τ μαλλ γυρισμένο π μέσα.

 

Ατο πο κάθουνται στν σοφρ εναι μουσαφιραοι. νας εναι Παναγς Στριγκάρος, κοντραμπατζς ξακουσμένος γι τν παλικαριά του. Εχε πάγει γι κυνήγι κα νυχτώθηκε στ μαντρί. Μ τν Γιάννη γνωριζόντανε π χρόνια, κι εχε κοιμηθε πολλς φορς στ στάνη. Ο λλοι τρες τανε καρβουνιάρηδες, πο κάνανε κάρβουνα κε-κοντά. Ο λλοι δύο τανε ψαρδες, γερο-Ψύλλος μ τ γιό του τν Κωσταντ.

 

Καθόντανε λοιπν γύρω στ σοφρ κα τρώγανε. πάνω στ τραπέζι τανε κρέατα, μυτζθρες νάλατες, μανούρια, γίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι λλα πουλι το κυνηγιο.

 

νας καρβουνιάρης τανε π τ μπουγάζια τς Πόλης, π τ Μάδυτο, κι ξερε κι ψελνε καλά, εχε κα φων γλυκι κα βαριά, τζουράδικη. ψαλε τ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μ τέτοιο μεράκι, πο κλάψανε ο λλοι πο τν κούγανε, κι Γιάννης Βλογημένος. Τ καλύβι γίνηκε σν κκλησιά, λεγες πς κε μέσα γεννήθηκε Χριστός.

 

π᾿ ξω χιονις μούγκριζε κα τσάκιζε τ ρουπάκια. γερο-Στριγκάρος καθότανε στ σκοτειν συλλογισμένος κα μασοσε τ μουστάκι του. Φοροσε μία κατσούλα π στραχάν, μ᾿ λο πο κανε ζέστη, κι εχε χωμένη τν παλάμη το κάθε χεριο του μέσα στ᾿ νοιχτ μανίκι τ᾿ λλουνο χεριο.

 

Γι μία στιγμ σωπάσανε ν κουβεντιάζουνε. Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τ χμα. Κούνησε κάμποσο τ κεφάλι του, κι νοιξε τ στόμα του κι επε:

 

Βρ παιδιά, καλ σες, γιορτάζετε τ χάρη Του, εσαστε καλο νθρωποι. μ γώ, τί ψυχ θ παραδώσω, πο σκότωσα καμι κοσαρι νθρώπους; κόμα κα γυνακες ξεκοίλιασα, κα μωρ πράματα χάλασα!

 

Κανένας δ μίλησε. στερ᾿ π ρα, σν νά τανε μοναχός, ξανακούνησε τ κεφάλι του κι ναστέναξε κι επε:

 

«ραγες πάρχει Κόλαση κα Παράδεισο;...

 

Κα δάγκασε τ μουστάκι του. Ξανακούνησε τ κεφάλι του κι επε μέσα στ στόμα του, σ ν μιλοσε μ τν αυτό του:

 

Δν μπορε! Κάτιτις θ πάρχει…

 

Κα δν ξαναμίλησε.






Σχολιάστε το άρθρο μας


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.  To ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί τις απόψεις των αρθρογράφων, ούτε ταυτίζεται με τα θέματα που αναδημοσιεύει από άλλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και δεν ευθύνεται για την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και το περιεχόμενό τους.


Ακολουθήστε το ellinikiafipnisis.blogspot.com 

στο Facebook...

στο Twitter

στο Viber

στο Telegram

στο GAB...

κοινοποιήστε το και στους φίλους σας!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου