Mε ἄλλη ψυχολογία καί μέ ἄλλα συναισθήματα ὑποδεχθήκαμε αὐτήν τήν χρονιά καί μέ ἄλλα τήν ἀποχαιρετοῦμε . Τά νεῦρα ἑνός ἰσχυροῦ τμήματος το...
Mε ἄλλη ψυχολογία καί μέ ἄλλα συναισθήματα ὑποδεχθήκαμε
αὐτήν τήν χρονιά καί μέ ἄλλα τήν ἀποχαιρετοῦμε. Τά νεῦρα ἑνός
ἰσχυροῦ τμήματος τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι σπασμένα.
Οἱ τρεῖς
ραχοκοκκαλιές μας, ἡ οἰκογένεια πού κρατᾶ χαρακτῆρα παρά
τήν φουρτούνα, οἱ χιλιάδες μικρομεσαῖες ἐπιχειρήσεις
πού ἀποτελοῦν ἰσχυρότατο
παράγοντα κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἡ Ἐκκλησία (πού ἔσωσε τό
κράτος ἀπό
λυντσάρισμα μέ τά συσσίτια μέσα στά μνημόνια), αὐτήν τήν
στιγμή λειτουργοῦν ὑπό τό κράτος μεγάλης ἔντασης
καί ἀσύλληπτης
πίεσης.
Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Ἡ κοινωνία, ἡ Μεγάλη Κοινωνία, ὅπως προσφυῶς τήν εἶχε χαρακτηρίσει κάποτε ὁ πρώην Πρωθυπουργός τῆς Μεγάλης Βρεταννίας Νταίηβιντ Κάμερον, συμπεριφέρεται πλέον ὡς κινούμενη βόμβα. Δέν ἐπωάζονται ἰοί μόνον στά σωθικά της. Ἀναζωπυρώνονται ἑστίες «φωτιᾶς», οἱ ὁποῖες στό παρελθόν μόνον σποραδικά καί ὑπό προϋποθέσεις ἐκδηλώνονταν. Καί ὄχι σέ εὐρεῖα κλίμακα. Οἱ μετρήσεις πιάνουν στά ραντάρ τούς θυμωμένους εἰκοσάρηδες. Πολύ θυμωμένους. Τήν πρώτη γενιά μετά τόν πόλεμο πού θεωρεῖ ὅτι αὐτή ἡ ζωή δέν τῆς ἀξίζει.
Οἱ
μετρήσεις λένε ὅτι ὁ κόσμος ἀπασχολεῖται
πλέον ἀπό τό ἐρώτημα
«πῶς θά
ζήσω» καί ὄχι ἀπό τόν φόβο «πώς θά ἀρρωστήσω».
Ἡ
μονιμότης τῶν lockdown, ἡ
ρευστότητα πού ἐπικρατεῖ γύρω ἀπό τήν πορεία τῆς
πανδημίας, ὁ πανικός γιά τίς μεταλλάξεις της, οἱ ἐκνευριστικές
ἀπαγορεύσεις,
ἡ
βεβαιότης ὅτι τό μόνο σίγουρο εἶναι ἡ ἀβεβαιότης,
ἔχουν ὁδηγήσει
τά πράγματα σέ ἕνα πρωτόγνωρο φαινόμενο: νά χάσει ὁ κόσμος
τήν σειρά του. Νά χάσει ἡ ζωή τόν ρυθμό της. Τήν γεύση της. Τήν νοστιμιά της. Νά
διαταραχθεῖ ἡ εὐημερία τῆς ρουτίνας.
«Εὐημεροῦσαν» οἱ ἄνθρωποι
μέσα στήν ρουτίνα. Ἀσχέτως ἄν δέν τό καταλάβαιναν. Πράγματα «ἁπλά καί ἀγαπημένα,
καθημερινά» πού λέει καί ἡ Χαρούλα στό «Ὅλα σέ
θυμίζουν» τοῦ Μάνου, θεωροῦνται ὄνειρο
μακρινῆς
νυκτός. Μά τί λέω, οὔτε κἄν θερινῆς, γιατί ποιός ξέρει πῶς θά εἶναι τό ἐρχόμενο
καλοκαίρι. Καί τό κυριότερο: αὐτά τά ἁπλά καί αὐτά τά ἀγαπημένα
πράγματα ἔχουν «δυσκολέψει». Τό νά βρεθοῦμε ὅλοι μαζί
γύρω ἀπό ἕνα
τραπέζι καί νά πιοῦμε ἕνα ποτήρι κρασί, τό νά ἀγκαλιάσουμε
καί νά φιλήσουμε ἀγαπημένα πρόσωπα, τό νά ἀνοίξουμε
τήν πόρτα καί νά ἀκούσουμε τά κάλαντα (Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, νοοῦνται;),
τό νά πᾶμε μιά
βόλτα νά δοῦμε τήν στολισμένη Ἀθήνα, τό
νά κάνουμε ἕναν ἀπογευματινό περίπατο στήν θάλασσα, τό νά ἐπισκεφθοῦμε μιά ἐκκλησία
καί νά ἀνάψουμε ἕνα κερί,
τό νά πάρουμε τό ἀεροπλάνο καί νά ταξιδέψουμε ἀπό τήν
μία ἄκρη τῆς χώρας
στήν ἄλλη, τά
«ἁπλά» πού
λέγαμε ἔχουν
γίνει πλέον δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Μία φίλη μου, γνωστή ἑρμηνεύτρια,
ἡ Μαρία
Σουλτάτου, μοῦ ἔλεγε προχθές πώς ἀπό τόν
Φεβρουάριο ἕως σήμερα πέραν τοῦ κοντινοῦ σοῦπερ
μάρκετ ἔχει
μετακινηθεῖ ἀπό τό σπίτι της μόλις ἑπτά
φορές. Ποιός θά τό ἔλεγε!
Παρά ταῦτα φοβᾶμαι πώς
σέ ἕνα βαθμό
κάνουμε τά ἴδια παλαιά λάθη. Σά νά μήν ἄλλαξε
τίποτε. Χρησιμοποιοῦμε τά ἴδια παλαιά ἰδιώματα.
Προχθές
μοῦ ἔφθασαν δύο
ἐπιστολές.
Μία ἀπό
φοιτητές τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου μου στήν Θράκη, οἱ ὁποῖοι μέ εὐγενικό
τρόπο ζητοῦν ἀπό τήν Ὑπουργό Παιδείας τά συγγράμματά τους, προκειμένου νά
προετοιμαστοῦν γιά τήν ἐπερχόμενη
ἐξεταστική
τους. Παλεύουν μέ τά κύματα μέσα σέ ἀντίξοες
συνθῆκες γιά
νά σπουδάσουν, καί τό κράτος δέν κάνει αὐτό πού
τοῦ ἀναλογεῖ. Μέ ἔκπληξη
διαπίστωσα ὅτι δέν εἶναι οἱ μόνοι.
Παρατηρεῖται
καθυστέρηση ἀποστολῆς συγγραμμάτων καί σέ ἄλλες
σχολές μέ συνέπεια νά μετακινεῖται ἡ ἐξεταστική κατά δύο ἑβδομάδες.
Ἀναρωτιέμαι:
Τόσο δύσκολο εἶναι νά δείξουμε σεβασμό σέ αὐτή τή
νεώτερη γενιά πού διψᾶ νά μάθει καί νά σπουδάσει, ὅταν ὅλα εἶναι ἐναντίον
της;
Ἡ δεύτερη
ἐπιστολή
εἶναι ἑνός
σκιτσογράφου, γονέα δύο παιδιῶν, τοῦ κυρίου Δημήτρη Νικολαΐδη. Θίγει τό ζήτημα τῆς
τηλεκπαίδευσης. «Ζαβλακώνουν τά παιδιά!» μοῦ γράφει ὀργισμένος
καθώς –συνεχίζει– ἀδυνατοῦν νά εἶναι πάνω ἀπό ἕναν ὑπολογιστή
ἐπί ὀκτώ ὧρες γιά
τό σχολεῖο καί ἐπί
τέσσερεις ὧρες γιά τό φροντιστήριο. Καί νά ἦταν
μόνον αὐτό! Οἱ γονεῖς
παρατηροῦν ὅτι ἡ ἐκτεταμένη
σέ διάρκεια τηλεκπαίδευση (πού νομίζω θά ἔπρεπε νά
εἶναι
μικρότερη σέ διάρκεια καί πιό στοχευμένη) δημιουργεῖ ἐθισμό
στά παιδιά. Ἐθισμό στήν ζωή μόνο μέσα ἀπό τήν
τεχνολογία. Μέ τό πού τελειώνει τό μάθημα καί φεύγουν ἀπό τήν ὀθόνη
πιάνουν στά χέρια τους τό τάμπλετ ἤ ἀνοίγουν
τό skype νά μιλήσουν μέ φίλους. Ἀντί νά
βγοῦν γιά
μιά βόλτα νά πάρουν λίγο καθαρό ἀέρα.
Σωρεύεται ἔτσι ἐνέργεια, ἀρνητική ἐνέργεια ἀπό τήν
κατ’ οἶκον
συμπίεση καί ἀπορῶ γιατί ἡ Κυβέρνηση προσλαμβάνει ἀμερικανικές
ἑταιρεῖες γιά
νά τῆς ποῦν πῶς
σκέφτονται οἱ Ἕλληνες καί γιά νά τούς ἐπιβάλλει
πολιτικές μέ βάση ἀλγορίθμους. Δέν χρειάζονται μεσάζοντες γιά νά
καταλάβεις τόν λαό σου. Ἁπλά πράγματα ἀρκοῦν. Ὅπως τό
νά ἀκοῦς ὅποιον ἔχει νά
σοῦ πεῖ κάτι.
Παράλογο ἤ λογικό. Ψεκασμένο ἤ ὑγιές. Νά
ἀκοῦς, νά
καταλαβαίνεις καί νά προσεγγίζεις.
Τά νεῦρα ἑνός ἰσχυροῦ
τμήματος τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι
σπασμένα. Οἱ τρεῖς ραχοκοκκαλιές μας, ἡ οἰκογένεια
πού κρατᾶ χαρακτῆρα παρά
τήν φουρτούνα, οἱ χιλιάδες μικρομεσαῖες ἐπιχειρήσεις
πού μπορεῖ νά μήν δημιουργοῦν
μεγεθύνσεις στήν οἰκονομία ἀλλά ἀποτελοῦν ἰσχυρότατο
παράγοντα κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἡ Ἐκκλησία (πού ἔσωσε τό
κράτος ἀπό
λυντσάρισμα μέ τά συσσίτια μέσα στά μνημόνια), αὐτήν τήν
στιγμή λειτουργοῦν ὑπό τό κράτος μεγάλης ἔντασης
καί ἀσύλληπτης
πίεσης. Στίς κανονικές συνθῆκες ἡ προσφορά τους εἶναι ἀόρατος
γιά τήν πολιτεία. Κλείνουν «τρῦπες» χωρίς νά φαίνονται. Ἐγγυῶνται τήν
ἠρεμία.
Κοινωνική ἰσορροπία χωρίς συντήρηση καί θεσμούς μέ ἀξίες ὅπως ἡ οἰκογένεια,
ἡ μικρή ἐπιχείρηση
καί ἡ Ὀρθοδοξία
δέν ὑπάρχει
στήν πατρίδα μας. Οἱαδήποτε παρέμβαση στά «ἐσωτερικά»
τους λοιπόν κατά τήν πανδημία πρέπει νά γίνεται μέ σύνεση, μέ καταλλαγή, μέ
σεβαστικότητα καί, ναί, ἀκόμη καί μέ δέος. Αὐτά εἶναι τά ἀληθινά «ἄσυλα»
πού χρήζουν προστασίας ἀπό ἐξωτερικές παρεμβάσεις. Ἡ
καταδίωξη, ἡ φοβέρα, οἱ ἀπειλές
γιά τά ρεβεγιόν μέ εἰσαγγελέα καί ἄλλα
λοιπά ὁδηγοῦν σέ μιά
λέξη πού δανείζομαι ἀπό τόν ἐν ἐξελίξει διάλογο γιά τό οἰκογενειακό
δίκαιο. Στήν ἀποξένωση. Φτιάχνουμε μιά κοινωνία σέ ἀποξένωση.
Ἀπόκοσμη.
Ἀλλά ὅταν μιά
κοινωνία εἶναι ἀπόκοσμη καί σπάει σέ κομματάκια, πάει νά εἶναι
κοινωνία. Συνεκτικός ἱστός. Μετατρέπεται σέ ζούγκλα.
Τό
πολιτικό μας σύστημα καί ἐμεῖς οἱ δημοσιογράφοι ὀφείλουμε
νά πάψουμε νά συμπεριφερόμαστε μέ «αὐτισμό». Ὁ κόσμος
δέν ἀναγνωρίζει
τόν ἑαυτό του
στίς λέξεις μας. Μᾶς λέει «τηλεκπαίδευση», τοῦ ἀπαντᾶμε
«folli follie». Μᾶς λέει «συγγράμματα», τοῦ λέμε
«Πάρνηθα». Μᾶς λέει «ἀνεργία»,
τοῦ λέμε
«Σούνιο». Μᾶς εἶναι πιό εὔκολο νά
σχολιάζουμε ἀπό τό νά χτίζουμε. Νά «μιλᾶμε» ἀπό τό νά
«κάνουμε». Μετά λόγου γνώσεως σᾶς λέω –μιλάω διαρκῶς μέ
κόσμο μικρό καί μεγάλο– δέν εἴμαστε πλήρως συντονισμένοι στίς συχνότητες τῆς
κοινωνίας. Μιά ἰδέα ἔχουμε μόνον. Καί ἄν
κάνουμε κάτι αὐτήν τήν ἐποχή,
πολιτικοί καί δημοσιογράφοι, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, εἶναι ὅτι
χτίζουμε τόν μεγάλο θυμό. Τό σανίδι θά ὑποχωρήσει
κάποια στιγμή καί θά πάρει τούς πάντες μαζί του, καί τά χλωρά καί τά ξερά. Ἐάν ἔχουν
κάποια ἀξία ὅσα
παρατηρῶ θά
πρότεινα τό ἑξῆς στούς ταγούς μας: Δίνετε σημασία στούς ἀνθρώπους.
Ἀπαντᾶτε τους.
Μήν τούς «γράφετε» στά παλαιότερα τῶν ὑποδημάτων
σας. Ἡ Μεγάλη
Κοινωνία στέκεται ἀπειλητικά ἀπέναντί
σας καί ἀπέναντί
μας. Ἡ
πανδημία δέν ἀλλάζει μόνο τόν τρόπο πού παρατηροῦμε τόν
κόσμο ἔξω μας. Ἀλλάζει
δραματικά καί τίς διαθέσεις μέσα μας.
Από «Εστία»
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια
Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου