Η Αγία Γερμανική Οικονομική Αυτοκρατορία Του Πιερ Ριμπέρ* Το χάσμα ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική Ευρωπαϊκή Ένωση δεν περι...
Η Αγία Γερμανική Οικονομική Αυτοκρατορία
Του Πιερ
Ριμπέρ*
Το χάσμα
ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική Ευρωπαϊκή Ένωση δεν περιορίζεται στην
αντιπαράθεση μεταξύ φιλελεύθερων δημοκρατιών και αυταρχικών κυβερνήσεων.
Αντικατοπτρίζει μια οικονομική κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων στις χώρες του
πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, που χρησιμοποιούνται ως δεξαμενές φτηνού
εργατικού δυναμικού. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, οι γερμανικές βιομηχανίες
μεταφέρονταν στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.
Πρόκειται
για ένα ωραίο μυθιστόρημα, για μια ωραία ιστορία: θεωρούμενη το 1999 ως η
«ασθενής της ευρωζώνης» (1), η Γερμανία επέπρωτο να θεραπευτεί με θαυματουργό
τρόπο χάρη στους νόμους της επισφάλειας της μισθωτής εργασίας (νόμοι Χαρτζ) που
τέθηκαν σε ισχύ μεταξύ του 2003 και του 2005. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις
υποτίθεται ότι ήρκεσαν από μόνες τους για να αποκαταστήσουν την
ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, να αναζωπυρώσουν τις πωλήσεις της Μερσεντές
στο εξωτερικό – και να πείσουν τον Εμμανουέλ Μακρόν να εφαρμόσει τη συνταγή στη
Γαλλία. Μοιραίο λάθος. «Για να εξηγήσετε την επιτυχία της Γερμανίας ως
παγκόσμιου εξαγωγέα», εξηγεί ο ιστορικός της οικονομίας Στέφεν Γκρος, «θα
πρέπει να κοιτάξετε πέρα από τα σύνορά της. Διότι αυτό το μοντέλο στηρίζεται, αποφασιστικά, στην ανάπτυξη εμπορικών δικτύων με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης» (2). Και, πιο συγκεκριμένα, πάνω στις άνισες οικονομικές ανταλλαγές με την Πολωνία, την Τσεχία,
την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, ένα κουαρτέτο που βαφτίστηκε «Ομάδα Βίσεγκραντ».
Πράγματι, επί ένα τέταρτο του αιώνα η πλούσια Γερμανία εφαρμόζει με τους
γείτονές της αυτό που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τα εργοστάσιά τους
τα εγκατεστημένα στο Μεξικό: τη γειτονική μετεγκατάσταση.
Σταθερά εδραιωμένες μεταξύ του Δεύτερου Ράιχ του Όττο φον Μπίσμαρκ και της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στα τέλη του 19ου αιώνα, οι προνομιακές οικονομικές ανταλλαγές μεταξύ της Γερμανίας και της Κεντρικής Ευρώπης δεν είναι χθεσινές. Έχοντας περιοριστεί από τον Ψυχρό Πόλεμο, άρχισαν να επανακάμπτουν στη δεκαετία του 1970 με τη μορφή βιομηχανικών, τεχνολογικών και τραπεζικών εταιρικών συνεργασιών, χάρη στην Οστπολιτίκ (1969-1974), που εγκαινίασε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Βίλι Μπραντ. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου άνοιξε τον δρόμο για το μεγάλο φαγοπότι. Ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι γερμανικές πολυεθνικές βάζουν στο μάτι τις ιδιωτικοποιημένες κρατικές επιχειρήσεις σε ένα περιβάλλον βιομηχανικής Αποκάλυψης. Εάν η απόκτηση της τσεχοσλοβακικής αυτοκινητοβιομηχανίας Σκόντα από τη Βολξβάγκεν το 1991 έδωσε τον τόνο, ο καπιταλιστής γείτονας χρησιμοποίησε αρχικά τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ως πλατφόρμες υπεργολαβίας.
Για τον σκοπό αυτό, εκμεταλλεύεται έναν παλαιό μηχανισμό μετεγκατάστασης, διακριτικό και παραγνωρισμένο: τη μεταφορά προς τελειοποίηση. Αυτή η διαδικασία, κωδικοποιημένη στο ευρωπαϊκό δίκαιο το 1986, επιτρέπει την προσωρινή εξαγωγή ενός ενδιάμεσου αγαθού (ή ανταλλακτικών) σε μια τρίτη χώρα, μη μέλος, όπου θα υποστεί επεξεργασία, θα διαμορφωθεί και θα τελειοποιηθεί πριν επανεισαχθεί στη χώρα προέλευσής του, απαλλασσόμενο μερικώς ή ολικώς από δασμούς (3). Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, η αύξηση των ποσοστώσεων εισαγωγής από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης άνοιξε τεράστιες προοπτικές για τη γερμανική εργοδοσία. Ανέθετε την επίστρωση χρωμίου στις βρύσες ή το στίλβωμα των λουτήρων στους υπερειδικευμένους, αλλά μη διεκδικητικούς εργάτες της Τσεχοσλοβακίας; Παρέδιδε τα υφάσματα στα ευκίνητα δάχτυλα των Πολωνίδων που πληρώνονταν σε ζλότι για να αποκτήσει σακάκια που πωλούνταν με ένα εμπορικό σήμα του Βερολίνου; Έστελνε για καθαρισμό τα οστρακοειδή στη γειτονική χώρα; Αυτό κατέστη δυνατό ήδη από τη δεκαετία του 1990, σαν να είχαν ήδη καταργηθεί τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από το «σιδηρούν παραπέτασμα» στις «μακιλαδόρας»
«Το
εμπόριο τελειοποίησης και επανεισαγωγής είναι η ευρωπαϊκή εκδοχή του
αμερικανικού μέτρου που άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της maquiladora
(εργοστάσιο συναρμολόγησης) στην παραμεθόρια περιοχή μεταξύ Μεξικού και
Ηνωμένων Πολιτειών» (4), εξηγεί η οικονομολόγος Ζυλί Πελεγκρέν (Julie
Pellegrin). Περισσότερο από κάθε άλλη χώρα μέλος, η Γερμανία επωφελήθηκε από
αυτή την ανάθεση υπεργολαβιών στο εξωτερικό, κυρίως στην κλωστοϋφαντουργία,
καθώς και στα ηλεκτρονικά και το αυτοκίνητο: Το 1996, οι εταιρείες της Ρηνανίας
επανεισαγάγουν προϊόντα επεξεργασμένα στην Πολωνία, την Τσεχική Δημοκρατία, την
Ουγγαρία ή τη Σλοβακία είκοσι επτά φορές παραπάνω (σε αξία) από ό,τι οι
γαλλικές εταιρείες. Εκείνο το έτος, οι εξαγωγές επανεπεξεργασμένων προϊόντων
αντιπροσώπευαν το 13% των εξαγωγών της ομάδας του Βίσεγκραντ στην Ευρωπαϊκή
Ένωση και το 16% των γερμανικών εισαγωγών των προερχομένων από τη ζώνη αυτή.
Ορισμένοι τομείς απορροφούνται ολοκληρωτικά: το 86,1% των γερμανικών εισαγωγών
πολωνικών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ειδών ένδυσης εντάσσεται σε αυτό το
καθεστώς. «Σε λιγότερο από μια δεκαετία», λέει η Ζυλί Πελεγκρέν, «οι
επιχειρήσεις των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενσωματώνονται σε
αλυσίδες παραγωγής ελεγχόμενες κυρίως από γερμανικές εταιρείες».
Αυτό το ρεσάλτο σε έθνη, που, μέχρι πρόσφατα, ήταν αγκυροβολημένα στην Ανατολή και το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας κατευθυνόμενο από τη Μόσχα (CMEA ή Κομεκόν, 1949-1991), διευκολύνθηκε και από τον ενθουσιασμό του «απελευθερωμένου καταναλωτή» για την πρόσβαση στα δυτικά προϊόντα, που αντιστάθμιζε για κάποιο χρονικό διάστημα τη σύγχυση των εργαζομένων, που παρήγαγαν αυτά τα προϊόντα.
Καθώς οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών καταργούν τους δασμούς, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, οι εξαγωγές προς επανεπεξεργασία χάνουν τη σημασία τους προς όφελος των άμεσων επενδύσεων (IDE) στο εξωτερικό. Οι πολυεθνικές δεν αρκούνται πλέον στις υπεργολαβίες για ένα μικρό τμήμα της παραγωγής τους, αλλά χρηματοδοτούν στο εξής την κατασκευή θυγατρικών εργοστασίων εκεί όπου η εργασία κοστίζει φθηνότερα.
Από το 1991 έως το 1999, οι γερμανικές ροές άμεσων επενδύσεων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης πολλαπλασιάζονται επί είκοσι τρία (5). Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Γερμανία μόνη της πραγματοποιούσε πάνω από το ένα τρίτο των άμεσων ξένων επενδύσεων στις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ και επεξέτεινε την καπιταλιστική της κυριαρχία στη Σλοβενία, την Κροατία και τη Ρουμανία. Τα εργοστάσια εξαρτημάτων αυτοκινήτων (Bosch, Dräxlmaier, Continental, Benteler), πλαστικών και ηλεκτρονικών, φυτρώνουν σαν μανιτάρια. Επειδή, από τη Βαρσοβία έως τη Βουδαπέστη, οι μέσοι μισθοί αντιπροσώπευαν το ένα δέκατο αυτών που ίσχυαν στο Βερολίνο το 1990 και το ένα τέταρτο το 2010.
Εξάλλου, οι εργαζόμενοι είχαν εκπαιδευτεί κάτω από το αξιόπιστο σύστημα επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης που ίσχυε στην Ανατολή. Έτσι όχι μόνο είναι πιο εξειδικευμένοι από τους συναδέλφους τους της Ασίας, αλλά βρίσκονται και πολύ πιο κοντά: εάν χρειάζονται τέσσερις εβδομάδες για μια μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων από τη Σαγκάη στο Ρότερνταμ, πέντε ώρες είναι αρκετές για ένα καμιόνι φορτωμένο με ανταλλακτικά κατασκευασμένα στα ατελιέ της Μλάντα Μπόλεσλαβ, βορειοανατολικά της Πράγας, για να φτάσουν στην έδρα της Φολξβάγκεν στο Βόλφσμπουργκ.
Στο γύρισμα της χιλιετίας, η Γερμανία γίνεται ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες αποτελούν για το Βερολίνο μια ενδοχώρα εξήντα τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων που έχει μετατραπεί σε πλατφόρμα μετεγκαταστημένης παραγωγής. Φυσικά, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί επωφελούνται επίσης από αυτό το ασύμμετρο εμπόριο. Αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Τα Άουντι και τα Μερσεντές θα πλημμύριζαν λιγότερο τους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Πεκίνου αν η τιμή τους δεν ενσωμάτωνε τους χαμηλούς μισθούς της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Όταν το 2004 πραγματοποιείται η διεύρυνση της Ένωσης προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, υπέρ της οποίας η Γερμανία υπήρξε η ακούραστη υπερασπίστρια, η προσάρτηση της περιοχής στη βιομηχανική ζώνη του Ρήνου είχε ήδη προχωρήσει σημαντικά. Θα ενισχυθεί περαιτέρω από το 2009, με τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία να εντείνει τις μετεγκαταστάσεις στις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα κέρδη που μειώθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. «Είναι ένα παράδοξο της ιστορίας», παρατηρεί ο ερευνητής Βλαντίμιρ Χαντλ (Vladimir Handl), «το ότι αυτή ακριβώς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση – ένα σχέδιο που στόχευε να ελέγξει τον γερμανικό οικονομικό γίγαντα μετά τον ψυχρό Πόλεμο– προώθησε τη Γερμανία στον ρόλο ενός ηγεμόνα» (6).
Η σκιά που ρίχνει η ισχύς της στον χάρτη της ηπείρου σχηματίζει μια βιομηχανική Αγία Αυτοκρατορία της οποίας το κέντρο αγοράζει τη λίγο πολύ εξειδικευμένη εργασία των επαρχιών της. Στα βορειοδυτικά, οι Κάτω Χώρες (ο κύριος εφοδιαστικός κόμβος της βιομηχανίας του Ρήνου), το Βέλγιο και η Δανία έχουν αυτόν τον μεγάλο γείτονα για την πρώτη εμπορική τους διέξοδο, αλλά οι υψηλής προστιθέμενης αξίας βιομηχανίες τους καθώς και τα αναπτυγμένα τους κράτη τούς εγγυώνται σχετική αυτονομία. Ακριβώς όπως η Αυστρία, στον νότο, που ενσωματώθηκε επίσης στις παραγωγικές αλυσίδες και στα γερμανικά συμφέροντα, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δικές της ναυαρχίδες, ειδικά στις υπηρεσίες και τις ασφάλειες. Αλλά στα ανατολικά, σε μια υποδεέστερη, αν όχι αποικιακή θέση, οι πολωνικές, τσέχικες, σλοβάκικες, ουγγρικές, ρουμανικές, ακόμη και βουλγαρικές βιομηχανίες εξαρτώνται από τον πρώτο και κύριο πελάτη τους: το Βερολίνο.
Χωρίς αυτή την Κίνα στο κατώφλι τους, Γερμανοί βιομήχανοι και ηγέτες θα είχαν τις μέγιστες δυσκολίες να περάσουν τους μισθούς των Γερμανών εργατών από τα δίκρανα των νόμων Χαρτζ. Επειδή θεωρείται πιο εύκολο να αντικατασταθεί στη θέση του από τον γειτονικό Τσέχο, παρά από έναν μακρινό Βιετναμέζο, οι μετεγκαταστάσεις εγγύτητας ασκούν αυτή την ισχυρή πειθαρχική επίδραση που περιγράφεται από μια ομάδα οικονομολόγων κάθε άλλο παρά αριστεριζόντων: «Οι νέες δυνατότητες μετεγκατάστασης της παραγωγής στο εξωτερικό, παραμένοντας κοντά, άλλαξαν τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ Γερμανών εργοδοτών και εργαζομένων. Συνδικάτα ή/και εργατικές επιτροπές επιχειρήσεων αναγκάστηκαν να αποδεχθούν παρεκκλίσεις από τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες συχνά οδήγησαν σε χαμηλότερους μισθούς για τους εργαζομένους». Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων «συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις» (7). Αποτέλεσμα: η αντίθεση στους νόμους ευελιξίας της απασχόλησης υπήρξε ασήμαντη. Και οι μισθοί κατέρρευσαν. Διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, ο Μαρσέλ Φράτσχερ (Marcel Fratzscher) σημείωνε το 2017 ότι «για τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση, το ωρομίσθιο πέρασε από 12 ευρώ στα 9 ευρώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990» (Financial Times, 12 Ιουνίου 2017).
Αυτό το ρεσάλτο σε έθνη, που, μέχρι πρόσφατα, ήταν αγκυροβολημένα στην Ανατολή και το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας κατευθυνόμενο από τη Μόσχα (CMEA ή Κομεκόν, 1949-1991), διευκολύνθηκε και από τον ενθουσιασμό του «απελευθερωμένου καταναλωτή» για την πρόσβαση στα δυτικά προϊόντα, που αντιστάθμιζε για κάποιο χρονικό διάστημα τη σύγχυση των εργαζομένων, που παρήγαγαν αυτά τα προϊόντα.
Καθώς οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών καταργούν τους δασμούς, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, οι εξαγωγές προς επανεπεξεργασία χάνουν τη σημασία τους προς όφελος των άμεσων επενδύσεων (IDE) στο εξωτερικό. Οι πολυεθνικές δεν αρκούνται πλέον στις υπεργολαβίες για ένα μικρό τμήμα της παραγωγής τους, αλλά χρηματοδοτούν στο εξής την κατασκευή θυγατρικών εργοστασίων εκεί όπου η εργασία κοστίζει φθηνότερα.
Από το 1991 έως το 1999, οι γερμανικές ροές άμεσων επενδύσεων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης πολλαπλασιάζονται επί είκοσι τρία (5). Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Γερμανία μόνη της πραγματοποιούσε πάνω από το ένα τρίτο των άμεσων ξένων επενδύσεων στις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ και επεξέτεινε την καπιταλιστική της κυριαρχία στη Σλοβενία, την Κροατία και τη Ρουμανία. Τα εργοστάσια εξαρτημάτων αυτοκινήτων (Bosch, Dräxlmaier, Continental, Benteler), πλαστικών και ηλεκτρονικών, φυτρώνουν σαν μανιτάρια. Επειδή, από τη Βαρσοβία έως τη Βουδαπέστη, οι μέσοι μισθοί αντιπροσώπευαν το ένα δέκατο αυτών που ίσχυαν στο Βερολίνο το 1990 και το ένα τέταρτο το 2010.
Εξάλλου, οι εργαζόμενοι είχαν εκπαιδευτεί κάτω από το αξιόπιστο σύστημα επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης που ίσχυε στην Ανατολή. Έτσι όχι μόνο είναι πιο εξειδικευμένοι από τους συναδέλφους τους της Ασίας, αλλά βρίσκονται και πολύ πιο κοντά: εάν χρειάζονται τέσσερις εβδομάδες για μια μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων από τη Σαγκάη στο Ρότερνταμ, πέντε ώρες είναι αρκετές για ένα καμιόνι φορτωμένο με ανταλλακτικά κατασκευασμένα στα ατελιέ της Μλάντα Μπόλεσλαβ, βορειοανατολικά της Πράγας, για να φτάσουν στην έδρα της Φολξβάγκεν στο Βόλφσμπουργκ.
Στο γύρισμα της χιλιετίας, η Γερμανία γίνεται ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες αποτελούν για το Βερολίνο μια ενδοχώρα εξήντα τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων που έχει μετατραπεί σε πλατφόρμα μετεγκαταστημένης παραγωγής. Φυσικά, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί επωφελούνται επίσης από αυτό το ασύμμετρο εμπόριο. Αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Τα Άουντι και τα Μερσεντές θα πλημμύριζαν λιγότερο τους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Πεκίνου αν η τιμή τους δεν ενσωμάτωνε τους χαμηλούς μισθούς της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Όταν το 2004 πραγματοποιείται η διεύρυνση της Ένωσης προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, υπέρ της οποίας η Γερμανία υπήρξε η ακούραστη υπερασπίστρια, η προσάρτηση της περιοχής στη βιομηχανική ζώνη του Ρήνου είχε ήδη προχωρήσει σημαντικά. Θα ενισχυθεί περαιτέρω από το 2009, με τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία να εντείνει τις μετεγκαταστάσεις στις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα κέρδη που μειώθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. «Είναι ένα παράδοξο της ιστορίας», παρατηρεί ο ερευνητής Βλαντίμιρ Χαντλ (Vladimir Handl), «το ότι αυτή ακριβώς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση – ένα σχέδιο που στόχευε να ελέγξει τον γερμανικό οικονομικό γίγαντα μετά τον ψυχρό Πόλεμο– προώθησε τη Γερμανία στον ρόλο ενός ηγεμόνα» (6).
Η σκιά που ρίχνει η ισχύς της στον χάρτη της ηπείρου σχηματίζει μια βιομηχανική Αγία Αυτοκρατορία της οποίας το κέντρο αγοράζει τη λίγο πολύ εξειδικευμένη εργασία των επαρχιών της. Στα βορειοδυτικά, οι Κάτω Χώρες (ο κύριος εφοδιαστικός κόμβος της βιομηχανίας του Ρήνου), το Βέλγιο και η Δανία έχουν αυτόν τον μεγάλο γείτονα για την πρώτη εμπορική τους διέξοδο, αλλά οι υψηλής προστιθέμενης αξίας βιομηχανίες τους καθώς και τα αναπτυγμένα τους κράτη τούς εγγυώνται σχετική αυτονομία. Ακριβώς όπως η Αυστρία, στον νότο, που ενσωματώθηκε επίσης στις παραγωγικές αλυσίδες και στα γερμανικά συμφέροντα, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δικές της ναυαρχίδες, ειδικά στις υπηρεσίες και τις ασφάλειες. Αλλά στα ανατολικά, σε μια υποδεέστερη, αν όχι αποικιακή θέση, οι πολωνικές, τσέχικες, σλοβάκικες, ουγγρικές, ρουμανικές, ακόμη και βουλγαρικές βιομηχανίες εξαρτώνται από τον πρώτο και κύριο πελάτη τους: το Βερολίνο.
Χωρίς αυτή την Κίνα στο κατώφλι τους, Γερμανοί βιομήχανοι και ηγέτες θα είχαν τις μέγιστες δυσκολίες να περάσουν τους μισθούς των Γερμανών εργατών από τα δίκρανα των νόμων Χαρτζ. Επειδή θεωρείται πιο εύκολο να αντικατασταθεί στη θέση του από τον γειτονικό Τσέχο, παρά από έναν μακρινό Βιετναμέζο, οι μετεγκαταστάσεις εγγύτητας ασκούν αυτή την ισχυρή πειθαρχική επίδραση που περιγράφεται από μια ομάδα οικονομολόγων κάθε άλλο παρά αριστεριζόντων: «Οι νέες δυνατότητες μετεγκατάστασης της παραγωγής στο εξωτερικό, παραμένοντας κοντά, άλλαξαν τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ Γερμανών εργοδοτών και εργαζομένων. Συνδικάτα ή/και εργατικές επιτροπές επιχειρήσεων αναγκάστηκαν να αποδεχθούν παρεκκλίσεις από τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες συχνά οδήγησαν σε χαμηλότερους μισθούς για τους εργαζομένους». Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων «συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις» (7). Αποτέλεσμα: η αντίθεση στους νόμους ευελιξίας της απασχόλησης υπήρξε ασήμαντη. Και οι μισθοί κατέρρευσαν. Διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, ο Μαρσέλ Φράτσχερ (Marcel Fratzscher) σημείωνε το 2017 ότι «για τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση, το ωρομίσθιο πέρασε από 12 ευρώ στα 9 ευρώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990» (Financial Times, 12 Ιουνίου 2017).
Μια
αμφισβητούμενη ηγεμονία
Από κάθε
άποψη, η διαμόρφωση μιας οικονομικής πίσω αυλής αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία για
τους Γερμανούς βιομηχάνους. Διότι ένα σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων,
που προορίζονταν για τις νέες χώρες μέλη, πέρασε ως διά μαγείας στο Βερολίνο.
«Η Γερμανία υπήρξε μακράν η πλέον ωφελημένη από τις επενδύσεις που
πραγματοποιήθηκαν στις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ στο πλαίσιο της πολιτικής
της συνοχής της Ε.Ε.», εξηγεί ο Πολωνός οικονομολόγος Κόνραντ Ποπλάφσκι (Konrad
Popławski). «Τα ποσά αυτά προκάλεσαν πρόσθετες εξαγωγές προς αυτές τις χώρες
ύψους 30 δισεκατ. ευρώ για την περίοδο 2004-2015. Το κέρδος δεν ήταν μόνο άμεσο
–οι συναφθείσες συμβάσεις–, αλλά και έμμεσο: ένα μεγάλο μέρος των κονδυλίων
αφιερώθηκε στις υποδομές, γεγονός που διευκόλυνε την κυκλοφορία εμπορευμάτων
μεταξύ Γερμανίας και Ευρώπης, Κεντρικής και Ανατολικής. Ένα αποφασιστικό
στοιχείο για τις γερμανικές εταιρείες αυτοκινήτων, που χρειάζονταν καλά δίκτυα
μεταφορών για την κατασκευή σύγχρονων εγκαταστάσεων στους ανατολικούς γείτονές
τους (8)».
Για τις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ, ο απολογισμός είναι πιο αμφιλεγόμενος. Από τη μία πλευρά, οι γερμανικές επενδύσεις ανανέωσαν τη βιομηχανική της βάση, προκάλεσαν μια μαζική μεταφορά τεχνολογίας, αύξησαν την παραγωγικότητα και τις αμοιβές, δημιούργησαν πολλές παράγωγες απασχολήσεις, συχνά ειδικευμένες, σε βαθμό ανησυχητικό για την εργοδοσία, που έκτοτε φοβάται μια έλλειψη εργατικών χειρών. Αλλά αυτή η σχέση περιορίζει την περιοχή σε μια οικονομία υπεργολαβίας και εξάρτησης: η βιομηχανική εργαλειοθήκη ανήκει στη Δυτική Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερμανία.
Αυτή η αποξένωση διεφάνη στα τέλη Ιουνίου του 2017, όταν ξέσπασε μια απεργία για πρώτη φορά μετά το 1992 στο γιγαντιαίο εργοστάσιο της Φολξβάγκεν στην Μπρατισλάβα (9). Τότε, η σλοβακική κυβέρνηση υποστήριξε το αίτημα για αύξηση μισθών κατά 16%. «Γιατί μια επιχείρηση που κατασκευάζει ένα από τα πιο πολυτελή και καλύτερης ποιότητας αυτοκίνητα, με μια υψηλή παραγωγικότητα εργασίας, θα έπρεπε να πληρώνει στους Σλοβάκους εργαζόμενούς της το μισό ή το ένα τρίτο του μισθού που καταβάλλεται στους ίδιους εργαζόμενους στη Δυτική Ευρώπη;» αναρωτιόταν ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίκο, ένας σοσιαλδημοκράτης που συγκυβερνά με τους εθνικιστές (10). Ένα μήνα νωρίτερα, ο Τσέχος ομόλογός του Μπόχουσλαβ Σομπότκα προειδοποιούσε τους ξένους επενδυτές με τα ίδια περίπου λόγια (11).
Η έξοδος από τη θέση του εργαστήριου συναρμολόγησης, η ανάπτυξη κυρίαρχης εθνικά παραγωγής με στόχο τη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά: αυτή είναι η οικονομική πλευρά στην ευρωπαϊκή αντιπρόταση, αυταρχική και συντηρητική, που αναπτύχθηκε από τους ηγέτες της ομάδας Βίσεγκραντ (12). Διαφορετικά, ακόμη και αν οι τοπικοί μισθοί αυξηθούν ραγδαία, αυτή η σχετική ευημερία δεν θα μπορούσε να ευνοήσει παρά την αγορά… γερμανικών αυτοκινήτων.
Για τις χώρες της ομάδας Βίσεγκραντ, ο απολογισμός είναι πιο αμφιλεγόμενος. Από τη μία πλευρά, οι γερμανικές επενδύσεις ανανέωσαν τη βιομηχανική της βάση, προκάλεσαν μια μαζική μεταφορά τεχνολογίας, αύξησαν την παραγωγικότητα και τις αμοιβές, δημιούργησαν πολλές παράγωγες απασχολήσεις, συχνά ειδικευμένες, σε βαθμό ανησυχητικό για την εργοδοσία, που έκτοτε φοβάται μια έλλειψη εργατικών χειρών. Αλλά αυτή η σχέση περιορίζει την περιοχή σε μια οικονομία υπεργολαβίας και εξάρτησης: η βιομηχανική εργαλειοθήκη ανήκει στη Δυτική Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερμανία.
Αυτή η αποξένωση διεφάνη στα τέλη Ιουνίου του 2017, όταν ξέσπασε μια απεργία για πρώτη φορά μετά το 1992 στο γιγαντιαίο εργοστάσιο της Φολξβάγκεν στην Μπρατισλάβα (9). Τότε, η σλοβακική κυβέρνηση υποστήριξε το αίτημα για αύξηση μισθών κατά 16%. «Γιατί μια επιχείρηση που κατασκευάζει ένα από τα πιο πολυτελή και καλύτερης ποιότητας αυτοκίνητα, με μια υψηλή παραγωγικότητα εργασίας, θα έπρεπε να πληρώνει στους Σλοβάκους εργαζόμενούς της το μισό ή το ένα τρίτο του μισθού που καταβάλλεται στους ίδιους εργαζόμενους στη Δυτική Ευρώπη;» αναρωτιόταν ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίκο, ένας σοσιαλδημοκράτης που συγκυβερνά με τους εθνικιστές (10). Ένα μήνα νωρίτερα, ο Τσέχος ομόλογός του Μπόχουσλαβ Σομπότκα προειδοποιούσε τους ξένους επενδυτές με τα ίδια περίπου λόγια (11).
Η έξοδος από τη θέση του εργαστήριου συναρμολόγησης, η ανάπτυξη κυρίαρχης εθνικά παραγωγής με στόχο τη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά: αυτή είναι η οικονομική πλευρά στην ευρωπαϊκή αντιπρόταση, αυταρχική και συντηρητική, που αναπτύχθηκε από τους ηγέτες της ομάδας Βίσεγκραντ (12). Διαφορετικά, ακόμη και αν οι τοπικοί μισθοί αυξηθούν ραγδαία, αυτή η σχετική ευημερία δεν θα μπορούσε να ευνοήσει παρά την αγορά… γερμανικών αυτοκινήτων.
- The Economist, 3 Ιουνίου 1999
- Stephen Gross,
«The German economy and East-Central Europe », German Politics and
Society, τόμος 31, τχ. 108, Νέα
Υόρκη, Φθινόπωρο 2013.
- Βλέπε
τον φάκελο
που επιμελήθηκε ο Wladimir Andreff
«Union européenne: sous-traiter en Europe de l’Est», Revue d’études
comparatives Est-Ouest, τόμ. 32, τχ. 2, Παρίσι, 2001.
- Julie Pellegrin,
«German production networks in Central/Eastern Europe: between dependency
and globalisation» (PDF), Wissenschaftszentrum Berlin für Sozialforschung,
1999, από το
οποίο έχουν
ληφθεί τα
αριθμητικά στοιχεία αυτής
της παραγράφου.
- Fabienne Boudier-Bensebaa
και Horst Brezinski,
«La sous-traitance de façonnage entre l’Allemagne et les pays
est-européens», Revue d’études comparatives Est-Ouest, όπ. π.
- Vladimír Handl,
«The Visegrád Four and German hegemony in the euro zone» (PDF),
http://visegradexperts.eu, 2015.
- Christian
Dustmann, Bernd Fitzenberger, Uta Schönberg και Alexandra
Spitz-Oener, «From sick man of Europe to economic superstar: Germany’s
resurgent economy» (PDF), Journal of Economic Perspectives, τόμ. 28, τχ 1, Νάσβιλ, Τενεσί, Χειμώνας 2014.
- Konrad Popławski,
«The role of Central Europe in the German economy. The political consequences» (PDF), Centre
d’études orientales, Βαρσοβία, Ιούνιος 2016.
- Βλ. Philippe
Descamps, «Victoire ouvrière chez Volkswagen», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2017.
- Αναφέρεται από τους Financial Times, Λονδίνο, 27
Ιουνίου 2017.
- Ladka Mortkowitz
Bauerova, «Czech leader vows more pressure on foreign investors over
wages», Bloomberg, Νέα Υόρκη, 18 Απριλίου 2017.
- «De Varsovie à Washington, un Mai 68 à l’envers», Le Monde diplomatique, Ιανουάριος 2018. Διαβάστε επίσης τις επιστολές των αναγνωστών στην έκδοση του Μαρτίου του 2018 της Monde Diplomatique.
Από ardin-rixi.gr
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια
Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου