Αν η αποτελεσματικότητα της εξυγίανσης στα οικονομικά υψηλού επιπέδου μπορούσε να μετρηθεί από τον όγκο των νομοθετικών και κανονιστικώ...
Αν η
αποτελεσματικότητα της εξυγίανσης στα οικονομικά υψηλού επιπέδου μπορούσε να
μετρηθεί από τον όγκο των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, τότε θα
μπορούσε με ασφάλεια να αποκλειστεί η περίπτωση μίας επανάληψης της οικονομικής
κρίσης.
Δυστυχώς,
κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Αρκετός
ρεφορμιστικός ζήλος έχει στραφεί προς τη λάθος κατεύθυνση ή έχει διαφθαρεί
επειδή οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής με σύντομους εκλογικούς χρονικούς
ορίζοντες παραμένουν, πνευματικά και οικονομικά, δέσμιοι των τραπεζών και των
ομάδων συμφερόντων τους. Ένα ισχυρό παράδειγμα είναι η συζήτηση για την
επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, όπου οι απαιτήσεις του καθεστώτος της Βασιλείας
ΙΙΙ έχουν υποληφθεί των απαιτήσεων για την πρόληψη μίας συστημικής καταστροφής.
Ωστόσο, υπάρχουν πρωταρχικά σημάδια αλλαγής του κλίματος.
Μία
ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι το δικομματικό νομοσχέδιο που προωθείται από τους
γερουσιαστές των ΗΠΑ David Vitter και Sherrod Brown, το οποίο επιδιώκει να
δώσει τέλος στο πρόβλημα «πολύ μεγάλη για να πτωχεύσει». Θέλουν τις τράπεζες με
περιουσιακά στοιχεία άνω των 500 δις δολαρίων να έχουν ελάχιστο μετοχικό
κεφάλαιο 15 τοις εκατό –πολύ πάνω από το επίπεδο που απαιτείται από τη
Βασιλεία.
Θέλουν,
επίσης, από τις θυγατρικές των μεγάλων εταιρειών διατήρησης τραπεζικών
χαρτοφυλακίων να κεφαλαιοποιούνται ξεχωριστά, περιορίζοντας παράλληλα τη
δυνατότητα να κινούν απαιτήσεις ή υποχρεώσεις από μη τραπεζικές θυγατρικές πίσω
στη διάρθρωση της εταιρίας τραπεζικών χαρτοφυλακίων. Αυτό γίνεται για να
εξασφαλιστεί ότι το δίχτυ ασφαλείας της κυβέρνησης δεν θα επεκτείνεται σε μη
τραπεζικά τμήματα των μεγάλων τραπεζικών ομίλων.
Οι
προτάσεις αυτές έχουν μικρή υποστήριξη στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο
αξιοποιούν μία ισχυρή φλέβα λαϊκού αισθήματος σε ολόκληρη τη χώρα, γεγονός που
αντικατοπτρίζει το θυμό σε σχέση με την προνομιακή θέση των μεγάλων τραπεζών,
οι οποίες δεν είναι μόνο πολύ μεγάλες και πολύ διασυνδεδεμένες για να
χρεοκοπήσουν· είναι, επίσης, σύμφωνα με τον Έρικ Χόλντερ, το Γενικό Εισαγγελέα
των ΗΠΑ, πολύ μεγάλες για να πάνε φυλακή. Όποιο και αν είναι το νομοθετικό
αποτέλεσμα, η πρωτοβουλία αυτή έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει τους όρους της
συζήτησης.
Εξίσου
εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι ίδιες οι τράπεζες έχουν υπονομεύσει την
υπόθεσή τους ότι δεν αποτελούν πλέον απειλή για την οικονομία και τους φορολογουμένους.
Η ιστορία της «Φάλαινας του Λονδίνου» με τις απώλειες 6 δις δολαρίων της
JPMorgan, έδειξε ότι ακόμα και οι πιο εξελιγμένες τράπεζες είχαν δυσκολία στο
να ελέγξουν τους εμπόρους τους, όπως έδειξαν και τα σκάνδαλα Libor.
Οποιεσδήποτε περαιτέρω ενδείξεις κακής διαχείρισης των κινδύνων και του
δημοσιονομικού ελέγχου, κατευθύνουν το επιχείρημα ακόμη περισσότερο εναντίον
τους.
Ταυτόχρονα,
το επιχείρημα των τραπεζών ότι τα ίδια κεφάλαια είναι ακριβά και ότι η αύξηση
του μετοχικού κεφαλαίου θα τις ανάγκαζε να απορρίψουν ευκαιρίες δανεισμού που
υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ελκυστικές, έχει κατεδαφιστεί συστηματικά, κυρίως
από τους πανεπιστημιακούς Anat Admati και Martin Hellwig.
Σε ένα
νέο βιβλίο, υποστηρίζουν ότι, ουσιαστικά, τόσο τα ίδια κεφάλαια όσο και το
χρέος των καλά κεφαλαιοποιημένων τραπεζών είναι ασφαλή και συνεπώς φθηνότερα,
ενώ μία χαμηλότερη απόδοση είναι απολύτως αποδεκτή για τους επενδυτές με
αντάλλαγμα τον χαμηλότερο κίνδυνο.* Η θερμή ανταπόκριση της αγοράς την
περασμένη εβδομάδα στην καθυστερημένη ανταπόκριση της Deutsche Bank να
αντιμετωπίσει το πρόβλημα του κεφαλαίου της αυξάνοντας τις νέες μετοχές,
ενισχύει την υπόθεσή τους.
Στην
πραγματικότητα, το επιχείρημα των τραπεζών ήταν πάντα ιδιοτελές. Με την υψηλή
μόχλευση, οι τραπεζίτες απολαμβάνουν περισσότερα όταν τα πράγματα πάνε καλά,
ενώ ο φορολογούμενος είναι αυτός που σκοντάφτει όταν τα πράγματα καταρρέουν.
Αυτό είναι κάτι που και ο κοινός κόσμος κατανοεί, ακόμα και αν δεν κατανοεί το
σύνθετο κόστος των κεφαλαιακών επιχειρημάτων.
Υπάρχει
επίσης μία ευρύτερη αναγνώριση, μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών, ότι η νέα
ρύθμιση δεν έχει καταργήσει το πρόβλημα του «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει»,
και θα προκαλούσε έκπληξη αν οποιοσδήποτε κεντρικός τραπεζίτης πίστευε ότι το
πρόβλημα της διασυνοριακής εξυγίανσης –το κλείσιμο των διεθνών megabanks- έχει
λυθεί. Οι κυβερνήσεις είναι διστακτικές ως προς τα να δέσουν τα ίδια τους τα
χέρια πριν από μία κρίση, εξασφαλίζοντας έτσι ότι το sauve qui peut (η
κατάσταση πανικού) παραμένει η κατευθυντήρια αρχή –αν αυτό δεν είναι
σολοικισμός- για τις μελλοντικές διασυνοριακές κρίσεις.
Δεν
προσπαθώ να μειώσω τις προσπάθειες των ανθρώπων που εργάζονται στη Βασιλεία για
να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά. Το να επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία
μεταξύ των τραπεζιτών που είναι επιρρεπείς στη χρήση ισότιμων επιχειρημάτων για
να καταλήξουν σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, είναι αρκετά σημαντικό
πράγμα. Και, όσον αφορά το κεφάλαιο, ξεκινούν από μία αδύνατη θέση.
Όταν οι
αγορές έγιναν πιο ασταθείς με την κατάρρευση των σταθερών συναλλαγματικών
ισοτιμιών και την απορρύθμιση των τραπεζών, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα έπρεπε
να είχαν αυξηθεί για να αντικατοπτρίσουν τον αυξημένο κίνδυνο. Αντ’ αυτού,
μειώθηκαν σε αμελητέα επίπεδα, με τις συνέπειες που είδαμε το 2008. Η μόχλευση των
κεφαλαιακών δεικτών στο 15 τοις εκατό των Brown-Vitter και στο προτιμώμενο
20-30 τοις εκατό των Admati και Hellwig από τέτοια επίπεδα, πάντα θα
αποτελούσαν μία τεράστια πρόκληση.
Τα καλά
νέα για τους φορολογούμενους είναι η κατάσταση αρχίζει επιτέλους να γίνεται
κατανοητή και στις ΗΠΑ. Το κακό είναι ότι αν υπάρξει μία άλλη κρίση, όπως θα
γίνει σίγουρα, η λαϊκίστικη αντίδραση στις ΗΠΑ μπορεί να καταστήσει τις
αναγκαίες διασώσεις αδύνατες.
Αν και
το ίδιο μπορεί να μην ισχύει στην Ευρώπη, χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η
Ελβετία μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με τράπεζες οι οποίες θα είναι πολύ
μεγάλες για να σωθούν. Πρέπει να γίνουν περισσότερα ώστε να συρρικνωθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Μπορείτε να γράψετε και να σχολιάσετε τα πάντα, αλλά αν το κείμενο σας περιέχει υβριστικούς χαρακτηρισμούς σας ενημερώνουμε ότι δεν θα δημοσιεύεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης δημοσίευσης των σχολίων ζητούμε συγγνώμη και παρακαλούμε να μην βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα. Με σεβασμό και εκτίμηση η διαχείριση του ιστολογίου